Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Τα άρθρα μου

Μια άποψη σε τρεις διαφορετικές χρονικές στιγμές
Τρεις φωτογραφίες

Μια χρονική συνέχεια, σε ένα διαρκώς μεταλλασσόμενο τοπίο, όπου διαγράφεται το ίχνος της ιστορίας, συμπιεσμένων αναμνήσεων και βιωμάτων, του αστικού πλούτου. 
Από το ίδιο περίπου σημείο, αλλά σε τρεις, χρονικά, διαδοχικές στιγμές ο φωτογραφικός φακός κατέγραψε, αποτύπωσε και απαθανάτισε την εικόνα ενός αστικού τοπίου των Τρικάλων. 
Η παραποτάμια οδός Όθωνος, στο ύψος όπου στεγάζονταν παλιότερα το ΚΤΕΛ Υπεραστικών Λεωφορείων φανερώνει την μετάλλαξή της στο διάβα του χρόνου.
Εκείνο που μπορεί κανείς να αποθησαυρίσει ως μνήμη είναι η σύγκριση των μεταλλάξεων που αφορά τις εποχές του 1950, 2000, και 2016.
Στην πρώτη εικόνα όλη αυτή η άλλοτε γοητευτική Τρικαλινή περιοχή μοιάζει να αναπνέει τον επαρχιακό της αέρα.
Παρατηρώντας με μια πιο βαθυστόχαστη ματιά αρχίζεις να νιώθεις τη θέρμη της μικρής ζωής, την αισθητική των κτιρίων, των αρχιτεκτονικών οικοδομημάτων, και των απλών κατοικιών, τις σκιές από τις πολλές περασμένες ζωές ανθρώπων που γεννήθηκαν δεκαετίες πριν, που έζησαν και περπάτησαν σ’ αυτό τον παραποτάμιο Τρικαλινό δρόμο.


Η ανοικοδόμηση όμως της περιόδου 1970-80 άλλαξε σιγά σιγά την κλίμακα στο οικοσύστημα και διαμόρφωσε μια άλλη αστική ατμόσφαιρα.
Σήμερα, στοιχισμένες πολυκατοικίες, άλλες πλούσιες ή μεσαίες και άλλες πιο ταπεινές, όλες όμως ενός ορισμένου επιπέδου, μαζί με την πλούσια παραποτάμια βλάστηση, διαμορφώνουν το νέο τοπίο, μέσα στο οποίο κινούμαστε και βιώνουμε καθημερινά την αισθητική του.




Τότε και τώρα
«Στοχασμός μπροστά σε δυο όμοιες, αλλά με διαφορά 37 χρόνια, φωτογραφίες»
Του Δημήτρη Τσιγάρα



Παλαιότερα, αναζητώντας απάντηση στο ερώτημα για ποιο λόγο τραβήχτηκε η πρώτη οικογενειακή φωτογραφία που απεικονίζει, με τη σειρά, και κατά ηλικία, όλα τα εγγόνια του παππού μας και της γιαγιάς μας, Κωνσταντίνου και Αικατερίνης Τσιγάρα, στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και με τη συγκεκριμένη σκηνογραφία ανέκυψαν απροσδόκητοι συνειρμοί και ψηλαφήθηκαν υπαρξιακοί προβληματισμοί.
Προβληματισμοί και ανησυχίες, που έχουν σχέση με τη συνεχή πάλη των σημαντικότερων δίπολων της ζωής: Γέννηση και θάνατος, χαρά και λύπη, ευτυχία και δυστυχία, επιτυχία και αποτυχία, αμφισβήτηση και πίστη…
Θελήσαμε λοιπόν να επαναλάβουμε, μετά από 37 χρόνια, την ίδια διαδικασία και το επιχειρήσαμε. Ξανασμίξαμε όλα τα ξαδέρφια μαζί και ξαναπαγώσαμε τον χρόνο βγάζοντας μια δεύτερη παρόμοια φωτογραφία.
Παρατεταγμένοι πάλι σε σχέση με την κλίμακα του χρόνου, ο Κώστας, η Σοφία, ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Στέργιος, ο Γιώργος, η Δέσποινα, ο Σπύρος, ο Κώστας, ο Βάιος, η Κατερίνα.
Δυστυχώς, υπάρχει μια απώλεια που μας πληγώνει όλους. Τη θέση του Κώστα που έφυγε νωρίς, την αντικαταστήσαμε με τον ανεψιό του, Κωνσταντίνο.
Αυτή η δεύτερη φωτογραφία ανέδειξε κυρίαρχα τα στοιχεία της σύγκρισης. Την εξελικτική φυσιογνωμική διαφορά, τις αλλαγές και τη φθορά του χρόνου, τις παρουσίες και τις απώλειες, και φυσικά τη διαχρονική ανάγκη για ένταξη σε κάποια συλλογικότητα, την ανάγκη του ανήκειν.
Και να πάλι, σαν μια αδιόρατη ελπίδα, να προσδοκούμε από τη δύναμη της φωτογραφίας και από αυτόν τον υπερβατικό διάλογο να οδηγηθούμε σε ένα τελετουργικό μύησης προς το βαθύτερο νόημα της ζωής, για την ανεύρεση τρόπου να θεάται κανείς τη ζωή και να την κατανοεί για να μπορέσει να τη ζήσει. 
Στο ερώτημα τι θα ήθελε κανείς στη ζωή του, οι απαντήσεις είναι περίπου κοινές: Θέλω να μείνω νέος, θέλω να ζήσω, θέλω πίσω τη ζωή που είχα, θέλω να είμαι πετυχημένος, θέλω να αρέσω, θέλω να κάνω πράξη τα όνειρα μου, θέλω ένα νόημα για να υπάρχω, θέλω μια αγκαλιά, ένα χάδι, ένα χαμόγελο… 
Τόσα πολλά θέλω, τόση πολλή οδύνη, τόσα απραγματοποίητα ή ανέφικτα όνειρα κρυμμένα πίσω από το διάφανο πέπλο του κοινωνικού μας προσωπείου!
Όμως το ταξίδι προς τα βάθη του εαυτού μας είναι πάντα το πιο μακρύ και το πιο βασανιστικό. Ίσως γιατί πρέπει να έρθει κανείς σε επαφή με τα συναισθήματά του, τους φόβους του, τις αδυναμίες του, τις ενοχές του και να αγνοεί την ύπαρξη των ανύποπτων δυνάμεων και ικανοτήτων που κρύβει μέσα του.
Δεν είναι τυχαίο που από τα τρία κλασσικά υπαρξιακά ερωτήματα -ποιος είσαι, από πού έρχεσαι, πού πας - η ταυτότητα είναι στην πρώτη θέση, αφού όποιος δεν ξέρει ποιος είναι, δύσκολα αποκτά συνείδηση αυτού που έχει αφήσει πίσω του ή του προορισμού που έχει μπροστά του.
Στέκομαι μπροστά σε δυο όμοιες φωτογραφίες τραβηγμένες με διαφορά 37 χρόνια, τις κοιτάζω με στοχαστική διάθεση κι αναρωτιέμαι ξανά: «Μήπως το μάτι με το οποίο βλέπουμε τον θεό είναι το ίδιο με το οποίο βλέπει ο θεός εμάς;»




Τα καλοτάξιδα πουλιά

Είχε καλοκαιριάσει για τα καλά.
Ο ήλιος έψηνε την πέτρα, και χρύσωνε τις καλαμιές στα χωράφια. 
Η ζέστη συμμαχούσε με την απόλυτη σιγή του μεσημεριού.
Η φύση, μετά τη σύλληψη της άνοιξης, είχε περάσει στον τοκετό και σκορπούσε απλόχερα τα γεννήματά της.
Η κάψα του μεσημεριού γαλήνευε τη μέρα και θέριευε τον φόβο. Το ανεπαίσθητο θρόισμα των φύλλων έμοιαζε με αστραπόβροντο στην απόλυτη σιωπή της ζέστης.
Αυτές οι μεσημεριανές ώρες στο χωριό ήταν μυστήριες, γεμάτες με πρόκληση και δέος.
Λίγοι αγρότες έξω στα χωράφια κάτω από τον ίσκιο της γκορτσιάς περίμεναν να πέσει λίγο ο ήλιος, για να συνεχίσουν την εργασία τους.

Οι τσοπάνηδες στάλιαζαν τα ζώα τους στα γρέκια και έπαιρναν ένα υπνάκο στη σκιά του δένδρου μέχρι να κοπάσει το λιοπύρι.
Που και πού κανένας τζίτζιγκας έσπαζε με το τραγούδι του την απόλυτη σιωπή του μεσημεριού.
Και εμείς τα παιδόπουλα, χωρίς τις σκοτούρες του σχολείου, με μια φέτα ψωμί, με ζάχαρη και νερό, στο χέρι, χαζεύαμε και παίζαμε με τον κουρνιαχτό ξυπόλυτοι στους δρόμους.
Συναντιόμασταν με άλλους φίλους και αναζητούσαμε τη δροσιά στα ποτάμια, πότε για ψάρεμα με τα χέρια και πότε για μπάνιο στα διάφορα κλούρια που ξέραμε.


Στις όχθες της φλέβας, πότε ψαρεύαμε με τα χέρια πλατίτσες και μυλονάκια και πότε ψάχναμε για καβούρια, βάζοντας τα χέρια μας μέσα στις γρούσπες. Που και που βλέπαμε κανένα μπακακόφιδο, ή καμιά νεροφίδα και τα κυνηγούσαμε με διάφορα κλαριά.
Κι όταν «μας έκοβε η πείνα το στομάχι» γευόμασταν τα βατόμουρα, τα κορόμηλα, τα σκάμνια, τα σύκα… Καμιά φορά κάναμε «ντου» και στα μποστάνια, στα περιβόλια ή στα αμπέλια και βρίσκαμε μετά τον μπελά μας από τους ιδιοκτήτες. 


Άλλες φορές πηγαίναμε στο δασάκι για κυνήγι. Ανεβαίναμε στα δέντρα και ψάχναμε στις φωλιές των πουλιών. Πιάναμε τα πιτσουνάκια και όταν αυτά ήταν έτοιμα για το πρώτο τους πέταγμα τα ρίχναμε στον αέρα.


Έτσι βλέποντάς τα να πετάνε στον γαλάζιο ουρανό, ταυτιζόμασταν, με τα "καλοτάξιδα πουλιά" του Γκάτσου, ονειρευόμασταν και περιμέναμε ανυπόμονα το δικό μας πέταγμα!!!

«Τα καλοτάξιδα πουλιά
χτίσαν το Μάρτη μια φωλιά
στο περιβόλι το παλιό,
είχαν τον άνεμο σκολειό.


Μα με τ’ Απρίλη τη χαρά
καινούργια βγάλανε φτερά
κι είδανε πέρα απ’το βουνό
του μισεμού τον ουρανό.


Δε μου φτάνει αυτός ο κήπος
δε μου φτάνει τούτη η γή,
της καρδιάς μου ο κάθε χτύπος
είναι κι άλλη μια πηγή
που γυρεύει να `βρει ακόμα

το καινούργιο της το χρώμα».


Όμορφες γωνιές των Τρικάλων αποτυπωμένες με τον φακό
του Δημήτρη Τσιγάρα

Στην πόλη των Τρικάλων υπάρχουν πάμπολλες ομορφιές, που μαγνητίζουν το βλέμμα ή περιμένουν να τις ανακαλύψουμε, ο καθένας με τη δική του αισθητική ματιά.
Σ’ αυτή την ελκυστική αναζήτηση του ωραίου, επιχείρησα να αιχμαλωτίσω τις Τρικαλινές ομορφιές, εστιάζοντας με τον φακό σε γνώριμα σημεία της πόλης και δημιουργήθηκε έτσι, μια συλλογή από ενδιαφέρουσες φωτογραφίες.


Μια εικαστική συλλογή, που πιστεύω αναδεικνύει και πιστοποιεί, εκτός από τα τρία καλά της πόλης και το αισθητικό κάλλος της.
Παράλληλα συμβάλλει στον θρυμματισμό του αισθητικού διχασμού «παλιά» και «νέα πόλη», καθότι διαπιστώνουμε πως η πόλη των Τρικάλων, είναι μια πόλη κομψή, αέρινη και άχρονη. Όλες τις ώρες, όλες τις ημέρες, όλες τις εποχές, ανακαλύπτεις τις ομορφιές της, είτε στο παλιό «στοιχείο» της, είτε στο καινούργιο.
Με τη χρήση φίλτρου «εξιλέωσης» των χρωμάτων το εικαστικό αποτέλεσμα δημιουργεί πιο ενδιαφέρουσα και πιο ελκυστική αίσθηση για τις προσλαμβάνουσες.


Αρκεί να αφεθούμε στην αισθητική δύναμη της φωτογραφικής αποτύπωσης και να απολαύσουμε τις όμορφες γωνιές των Τρικάλων. 
Άλλωστε, όμορφο είναι ό,τι επιτίθεται στα μάτια μας και μας κάνει να αισθανόμαστε ωραία!








Οι βιγλάτορες στα Κανάλια της Καρδίτσας
Του Δημήτρη Τσιγάρα


Τα Κανάλια ανήκουν στον Δήμο Ιθώμης. Βρίσκονται σε απόσταση 14 χλμ. από την Καρδίτσα και σε υψόμετρο 350μ. με θέα προς το Θεσσαλικό κάμπο. Το όνομα του χωριού οφείλεται, σύμφωνα με την παράδοση, στα κανάλια που έφερναν το νερό από τις πηγές στη Μονή Λυκουσάδας. Στο χωριό σώζονται αρκετά δείγματα παραδοσιακής-ηπειρωτικής αρχιτεκτονικής. Η γραφική ατμόσφαιρα και οι πολλές ομορφιές του χωριού μαγεύουν κάθε επισκέπτη.

Σε μία από τις επισκέψεις μου, στο πανέμορφο αυτό χωριό, επέλεξα δυο οπτικές γωνίες και αποτύπωσα σε σκίτσα δυο παλαιά σπίτια.
Σπίτια σχεδόν ερειπωμένα, που βρίσκονται στο μεταίχμιο της αλλαγής φρουράς, παραχωρώντας τη θέση στο επερχόμενο.
Όσα γλύτωσαν από τα δόκανα των μηχανών, έχουν πιαστεί στα δόκανα του χρόνου και ανυπεράσπιστα παραδίνονται στην αποδόμηση.
Ποιος ξέρει τι ιστορίες να διαδραματίστηκαν σ’ αυτά τα σπίτια, σ’ αυτές τις γειτονιές;


Βιγλάτορες του Θεσσαλικού κάμπου, και θεματοφύλακες της λαϊκής παράδοσης, στέκουν εκεί και θωπεύουν τις αναμνήσεις, τα όνειρα και τις ελπίδες.
Μας αποκαλύπτουν τα μυστικά τους και μας αφυπνίζουν τις θύμησες, έτσι που να νοιώθεις την ανάγκη να περιδιαβείς στα κατατόπια τους, να γνωρίσεις τις ομορφιές, να γευτείς τις μυρουδιές, να ακούσεις τους ήχους, να θυμηθείς τους προγόνους.
Γιατί, όπως μας διδάσκει ο Καζαντζάκης: «Το πρώτο μας χρέος εκτελώντας την θητεία μας στη ράτσα, είναι να νοιώθουμε μέσα μας τους προγόνους».




Το Φανάρι Μαγούλα
Του Δημήτρη Τσιγάρα


Το Φανάρι Μαγούλα, ένα από τα ομορφότερα αγροτικά χωριά της δυτικής Θασσαλίας. Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί, η Ακρόπολη της Θεσσαλίας με το κάστρο που δεσπόζει πάνω στη ράχη του βράχου, σαν τον Παρθενώνα.
Είναι ένα χωριό με αγνάντι, κτισμένο σ' ένα λόφο κάτω από ένα βυζαντινό κάστρο, 15 χλμ. έξω από την Καρδίτσα, στο δρόμο των Τρικάλων.
Τα γραφικά πέτρινα σοκάκια σε οδηγούν σε απρόσμενους και εκπληκτικούς χώρους και σε παραπέμπουν σε όμορφες, απολιθωμένες εικόνες, μιας άλλης εποχής.
Εντυπωσιακά τα Φαναριώτικα σπίτια, τα περισσότερα των οποίων είναι δίπατα λιθόκτιστα, με χοντρούς τοίχους, ενισχυμένους με ξυλοδεσιές και σκεπασμένα με βυζαντινού τύπου κεραμίδια. 
Μαζί με τα υπόλοιπα πέτρινα στοιχεία (βρύσες, σκαλοπάτια, μνημεία κλπ.) του οικιστικού περιβάλλοντος, συνθέτουν τον ρυμοτομικό χαρακτήρα του χωριού.
Είναι πάμπολλες οι οπτικές γωνιές, που ελκύουν το βλέμμα και αποζημιώνουν τον επισκέπτη, που επιχειρεί να κάνει μια βόλτα μέσα στο χωριό.  
Σε μια από τις επισκέψεις μου, βρέθηκα σε ένα δίστρατο όπου έβγαζε σε ένα ξάνοιγμα με εκπληκτικό σκηνικό, και με στοιχεία πολύ βαθιά καταχωρισμένα στην κυτταρική μνήμη, που συγκινούν και διεγείρουν την έμπνευση. Έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και φωτογράφισα. Το αποτέλεσμα ήταν ικανοποιητικό, αλλά η εικόνα ήταν τόσο ανήσυχη, που χρειάστηκε να την αποδώσω και με τη ζωγραφική.
Έτσι την έκανα και ασπρόμαυρο σκίτσο, με μολύβι και πενάκι και τώρα επιθυμώ να την μοιραστώ και μαζί σας.





Φωτογραφικά αριστουργήματα. «Ο Έλληνας φαντάρος»
Του Δημήτρη Τσιγάρα


Με την πρώτη ματιά η εικόνα παραπέμπει σε μάχη του Αλβανικού μετώπου. Θα μπορούσε να υποτιτλιστεί με τη λεζάντα: «Ο Έλληνας φαντάρος με τη χλαίνη του, τις αρβύλες, το κράνος και τον οπλισμό του, πάνω στα κακοτράχαλα βουνά της Πίνδου, απωθώντας τον εχθρό»!
Όμως αυτή η όμορφη φωτογραφία είναι εμπνευσμένη, σκηνογραφημένη και τραβηγμένη μισό αιώνα πριν, σε κάποια άσκηση του Ελληνικού Στρατού σε περίοδο ειρήνης.
Πρόκειται για τον φαντάρο, Κώστα Απόχα, από το Βαλτινό που υπηρετούσε τη θητεία του, ως στρατιώτης στο ΚΕΥ της Χίου, το 1967 και θέλησε να αποδώσει με τη φωτογράφιση του, λίγο από το πνεύμα και τον ηρωισμό των προγόνων μας.
Το αποτέλεσμα τον δικαίωσε, γιατί πραγματικά είναι μια καταπληκτική φωτογραφία!
Ο φωτογράφος, (επαγγελματίας ή ερασιτέχνης;) μας είναι άγνωστος.
Κατάφερε ωστόσο, τυχαία ή όχι, να αποτυπώσει το λιτό απλανές βλέμμα του φαντάρου που θα μπορούσε να περικλείει χιλιάδες συναισθήματα. Η αίολη ματιά (χαρούμενη ή θλιμμένη;) σε καθηλώνει και προσπαθείς να μαντέψεις τι άραγε να σκεπτόταν ή τι τον απασχολούσε;
Με μια υπερβατική ανάγνωση θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει την επικείμενη και εναγώνια μάχη του φαντάρου με τη λήθη.
Ο υποτιθέμενος εχθρός που υπαινίσσεται ο φαντάρος δεν είναι ο Αλβανικός ή ο Ιταλικός στρατός, αλλά η λήθη και ο χρόνος έξω από το κάδρο που ήδη έχει απολέσει μέρος από την ξιφολόγχη του.
Η μισή ξιφολόγχη έχει χαθεί βυθισμένη- καρφωμένη στο χώρο της λήθης έξω από το κάδρο. Ό,τι υπάρχει μέσα στο κάδρο διασώθηκε και διατηρείται στη μνήμη. Ό,τι βρίσκεται έξω από το κάδρο χάθηκε.
Ίσως έτσι μόνο θα μπορούσε να εξηγηθεί η αμφισημία της έκφρασης του φαντάρου. Από τη μία θλίβεται για τις απώλειες που επιφέρει η λήθη και από την άλλη χαίρεται για ότι διασώζεται στη μνήμη από αυτόν τον άνισο αγώνα με τον χρόνο.
Όπως και να έχουν τα πράγματα, το σίγουρο είναι πως, πρόκειται πράγματι για μια δυνατή φωτογραφία, η οποία εκπέμπει μια μεγαλοπρέπεια και αναδίδει έναν αέρα υψηλού γούστου!






Στοχασμός μπροστά σε μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία
Του Δημήτρη Τσιγάρα


Παρατηρώντας μια παλιά οικογενειακή φωτογραφία που απεικονίζει, με τη σειρά, και κατά ηλικία, όλα τα εγγόνια του παππού μου και της γιαγιάς μου, Κωνσταντίνου και Αικατερίνης Τσιγάρα, προέκυψαν διάφορες σκέψεις και αναδείχθηκαν αβίαστα τα αυτονόητα ερωτήματα: Για ποιο λόγο τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία, στον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο και με τη συγκεκριμένη σκηνογραφία;
Πίσω όμως από την επιτηδευμένη απλότητα της σκηνογραφίας της κρύβεται ο συνδυασμός και η σύνθεση απροσδόκητων συνειρμών.
Για την ανακάλυψη και την ανάγνωσή τους απαιτείται η διάθεση μιας ιδιαίτερης ματιάς και η ικανότητα συνταιριάσματος εικόνων και συμβόλων από την παράδοση μέχρι τη δραματικότητα της σύγχρονης καθημερινότητας.
Σε πρώτο αφηγηματικό επίπεδο θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει μια νοσταλγική προσκόλληση σε μνήμες παιδικές, στο προγονικό ενδιαίτημα του παππού και της γιαγιάς.
Ίσως να είναι η ανάγκη για ένταξη σε κάποια συλλογικότητα, η ανάγκη του ανήκειν.
Η πατρωνυμική μας σχέση είναι ο ακούσιος κοινός μας σύνδεσμος (αδέλφια και ξαδέρφια όλοι).
Παρατεταγμένοι σε σχέση με την κλίμακα του χρόνου, ο Κώστας, η Σοφία, ο Δημήτρης, ο Κώστας, ο Στέργιος, ο Γιώργος, η Δέσποινα, ο Σπύρος, ο Κώστας, ο Βάιος, η Κατερίνα.
Αυτός ο κοινός δεσμός, μας δένει και με τον κοινό φτωχικό τόπο της γενέτειράς μας. Έναν τόπο μεταιχμιακό, που σχετίζεται με το κέντρο της γης, ή την απομόνωση, με την αφθονία, ή την έλλειψη, με την αποφασιστικότητα της άποψης και της ευθύνης ή τη ροπή προς το άλλοθι.
Σ’ αυτόν τον τόπο εκτυλίσσονται οι γλυκές – πικρές – γυμνές ιστορίες του καθενός, αλλά και τα κοινά – κρυφά και ωραιοποιημένα ή δραματοποιημένα όνειρα.
Πρωταγωνιστές στην παιδικότητα, στην ανήσυχη εφηβεία, στη νιότη, στη δικαιοδοσία εκπλήρωσης του ονείρου, στην επερχόμενη νομοτελειακά ενηλικίωση, στο αδιέξοδο της θνητότητας, υπομένουμε το ρόλο μας στο χρόνο, και υπηρετούμε το ανερμήνευτο σενάριο της ζωής.
Σαν ο καθένας μας να ζει σε μια φυλακή την οποία έχει επινοήσει ο ίδιος.
Με τη ματιά της εσωτερικής ελευθερίας ξεπροβάλλουν μπροστά οι υπαρξιακές αναζητήσεις.
Στην πάλη για ερμηνευτικό φωτισμό του υπαρκτικού αινίγματος, πρώτο είναι το πρόβλημα της ελευθερίας από τους περιορισμούς που επιβάλλουν στην ύπαρξή μας οι δεδομένες αναγκαιότητες της φύσης μας: η υποταγή στον χρόνο, στον χώρο, στη φθορά, στον θάνατο.
Υπνοβάτες της καθημερινότητας, σφραγισμένοι από την πατρώα ταυτότητα, που μας καθορίζει, μας χαρίζει αλλά και μας καταδυναστεύει δίχως έλεος.
Ακροβάτες σε τεντωμένο σχοινί ανάμεσα στην προσμονή της απόκτησης και στο φάσμα της απώλειας.
Ορειβάτες της ζωής, συνταιριάζουμε τη σκοτεινότητα του νοήματος με τη μελαγχολία του συναισθήματος και την ονειρική υφή των εικόνων με την ακριβή αποτύπωση μιας εμπειρίας, λαχταρώντας τον έρωτα, ενώ δεν μας προσφέρονται παρά μονάχα θλιβερά υποκατάστατά του.
Στέκομαι μπροστά στη φωτογραφία, την κοιτάζω με στοχαστική διάθεση κι αναρωτιέμαι: «Μήπως το μάτι με το οποίο βλέπουμε τον θεό είναι το ίδιο με το οποίο βλέπει ο θεός εμάς;»





Στοχασμός σε δυο παλιές σχολικές φωτογραφίες του Βαλτινού
Του Δημήτρη Τσιγάρα



Δυο σπάνια ντοκουμέντα, δυο σχολικές φωτογραφίες που είχαν ευλαβικά φυλαχθεί σε συρτάρια, και κουτιά, βγήκαν στο φως να μας φανερώσουν τα μυστικά τους, να μας δείξουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία μιας άλλης εποχής. Μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί, αλλά που άφησε πίσω της, αναλλοίωτο το στίγμα μιας λιτής και απέριττης ζωής.
Δυο φωτογραφίες που διασώθηκαν από τη λήθη του χρόνου, και είναι εδώ για να μας δώσουν πάμπολλες πληροφορίες και να μας θυμίσουν τα περασμένα.
Δυο παλιές φωτογραφίες που μπορεί να ξεσηκώσουν μνήμες. Μνήμες που μπορεί να γίνουν μονοπάτια… και ποιος ξέρει που μπορεί να οδηγήσουν…
Δυο φωτογραφίες θυμητάρια, που σχετίζονται μεταξύ τους και που θέλουν να μας αφηγηθούν την ιστορία τους.
Είναι ασπρόμαυρες και όμως μπορείς να πλάσεις στο μυαλό σου ολόκληρες ιστορίες. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες είναι πιο πειστικές, δε σε παρασύρουν, με τα χρώματα, έχουν μεγαλύτερη καλλιτεχνική διαύγεια, και καλούν τη σκέψη και τη φαντασία μας στο ουσιώδες.
Χρονικά προσδιορίζονται στο έτος 1928 και τοπικά στο δημοτικό σχολείο Βαλτινού, που στεγάζονταν τότε, μέσα στον χώρο του Ιερού Ναού, Αγίου Αθανασίου Βαλτινού.
Στην πρώτη φωτογραφία, που απεικονίζονται οι μαθητές του Βαλτινού με τη δασκάλα τους στο κέντρο, Αναστασία Ζούπα, καταμαρτυρείται η κρυμμένη ελληνικότητα και ο λιτός σχολικός βίος του τόπου.
Μια δασκάλα και δεκάδες παιδιά. Τα μισά αγόρια φορούν πηλήκιο, κάποια κρατούν στα χέρια τους λουλούδια, κάποια άλλα είναι ξυπόλητα, όμως όλα έχουν μια στάση μεγαλοπρέπειας που αποπνέει ιερότητα αγιογραφίας.
Τόπος και κόσμος κατοικημένοι από την οικονομία και την απλότητα, σχεδόν έναν αιώνα πριν.


Στην δεύτερη και μισοσχισμένη φωτογραφία, απεικονίζονται, στον ίδιο ακριβώς χώρο, οι μαθητές της Κάτω Ελάτης και του Μελίγου με την ίδια δασκάλα να κάθεται στο κέντρο.
Ήταν τότε που, και τα τρία χωριά, Βαλτινό, Μέλιγος και Κάτω Ελάτη, είχαν έναν δάσκαλο και κοινό αυτό το σχολείο.
Πολυπληθέστερη όσον αφορά τους μαθητές, αλλά σχεδόν ίδια η σκηνογραφία της.
Μόνο που η φθορά του χρόνου τραυμάτισε τη φωτογραφία και το σχίσιμό της έσβησε ένα κομμάτι από την σχολική τάξη.
Αναπόφευκτη η αναζήτηση και η δυσκολία της αναγνώρισης των προσώπων. «Εδώ είναι ο παππούς μου, εκεί μάλλον η γιαγιά μου, εκεί ο τάδε, εκεί ο δείνα…»
Άραγε, ποιος ήταν ο φωτογράφος που υπηρέτησε αυτή την ομορφιά με την τέχνη του; Ποιος τράβηξε και έβγαλε αυτές τις φωτογραφίες και απαθανάτισε, όσο καλύτερα μπορούσε, αυτό το μεγαλείο;
Κοιτάζοντάς τες, θαρρείς πως θα γίνει κάτι μαγικό και θα πας πάλι πίσω, σ’ εκείνη την αξιοζήλευτη εποχή της αυτάρκειας και του «Μάθε παιδί μου γράμματα, να ΄χεις καλά γεράματα»!
Αλλά, εκείνο που έχει σημασία, είναι πως, αυτές οι παλιές σχολικές φωτογραφίες, πέραν των άλλων, κρύβουν μέσα τους και μια ανάμνηση χαραγμένη, ένα γέλιο, έναν αναστεναγμό, ένα δάκρυ, μια ελπίδα.
Άραγε, υπάρχει η δυνατότητα να κρατήσεις το χρόνο μέσα στα χέρια σου και αυτός να μη φύγει ποτέ;
Κι αν αυτό δεν γίνεται, μήπως υπάρχει η δυνατότητα μιας ενδόμυχης συνομιλίας, με τα εικονιζόμενα πρόσωπα, σ’ αυτό το παιχνίδι της μνήμης;
Μια συνομιλία που μπορεί να μας δείξει τον τρόπο για το μοιραίο «πέρασμα»...

Εκεί όπου περπάτησαν εκείνοι...

Εκεί όπου ζούμε σήμερα εμείς...

Εκεί όπου θα τρέχουν αύριο οι νεότεροι...








Το φιλί της ευγνωμοσύνης


Το συνηθίζαμε με την παρέα μου, τον Βαγγέλη και τον Τάκη, κάθε τόσο να βρισκόμαστε για φιλοσοφικές και κοινωνικοπολιτικές αναλύσεις, μετά συνοδείας τσίπουρου και μεζέδων.
Κλείνονταν το ραντεβού δια τηλεφωνικής επικοινωνίας και η μάζωξη λάμβανε χώρα μετά μεγάλης διαθέσεως.
Έτσι, το μεσημέρι κάποιας Παρασκευής δώσαμε το ραντεβού σε ένα από τα γνωστά μας στέκια.
Ήταν μια ηλιόλουστη μέρα και γι’ αυτό αρχικά μας τράβηξε η σκιερή αλέα της οδού Αμαλίας, παρακείμενη με την ροή του ποταμού Ληθαίου. 
Φθάσαμε στην ώρα μας και αμέσως αφού καθίσαμε αφεθήκαμε να μας τυλίξει η αύρα του ποταμού. Το θέαμα του Ληθαίου με τα πλατάνια ήταν ελκυστικό, δεν μπορούσες να το αγνοήσεις, γιατί η πυκνή πρασινάδα δημιουργούσε έναν θόλο και άφηνε τον ήλιο να περνά μέσα από τις χαραμάδες των κλώνων και τους κορμούς των δέντρων.
Πριν καλά - καλά προλάβουν να έρθουν τα τσίπουρα και οι μεζέδες, απορροφημένοι από την αναπάντεχη ατμόσφαιρα, την ησυχία και την γαλήνη του τοπίου, είδαμε και συνειδητοποιήσαμε ξαφνικά κάτι το εκπληκτικό. Στα δεξιά μας, παρατηρήσαμε ένα κλωνάρι από πλάτανο γερμένο να ακουμπά στα νερά του ποταμού. 
Η εικόνα ήταν γοητευτική και ταυτόχρονα αναδύθηκε και ο τίτλος της: «Το φιλί της ευγνωμοσύνης». Η ευγνωμοσύνη του πλάτανου που γέρνει να φιλήσει τον ποταμό για το ζωογόνο νερό που του χαρίζει.
Αμέσως βγάλαμε τα κινητά μας όλοι και απαθανατίσαμε «Το φιλί της ευγνωμοσύνης».
Φυσικά, στη συνέχεια, το θέμα της συζήτησης στη παρέα ήταν «η σοφία της φύσης».




«Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί».
του Δημήτρη Τσιγάρα


Με την ευκαιρία του 28ου Συνεδρίου Ομοσπονδίας Κινηματογραφικών Λεσχών Ελλάδας που έγινε στο μύλο Ματσόπουλου, προβλήθηκε μεταξύ άλλων και η ταινία του συντοπίτη μας σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ, με τίτλο «Πέρασα κι εγώ από κει κι είχα παπούτσια από χαρτί».
Βλέποντας την ταινία για δεύτερη φορά, -καθώς είχα την ευκαιρία να την ξαναδώ στην πρεμιέρα της, το 2013- απόλαυσα ξανά τους γνήσιους και εξαιρετικούς παραμυθάδες του τόπου μας, τον  καθένα ξεχωριστά,  με τον δικό του τρόπο να διηγείται και να παρασέρνει τον ακροατή - θεατή στον υπέροχο κόσμο του παραμυθιού.
Γλυκύτατη η κυρία Γιαννούλα, μαγευτική η κυρία Σαββούλα, απολαυστικός ο κύριος Πολυχρόνης,… όλοι οι αφηγητές υπέροχοι! Με τη ροή του λόγου τους, τις χειρονομίες, τις εκφράσεις του προσώπου, τις σιωπές και τις εντάσεις, τη γλώσσα του σώματος κατάφεραν να διεγείρουν την παιδική μας μνήμη και να ενσαρκώσουν στο πανί την αθωότητα της εποχής.
Αυτή τη φορά όμως ένοιωσα να μου διηγούνται παραμύθια, ανεπαίσθητα και άλλοι παραμυθάδες. Τα στοιχειά της φύσης: ο άνεμος, το νερό, τα δένδρα, τα ζώα ήταν εκεί, παρέα με τους παραμυθάδες και διηγούνταν και εκείνα το δικό τους παραμύθι.
Με το δικό του τρόπο μας διηγήθηκε παραμύθι, στη μαγευτική σκηνή, το δυνατό φύσημα του αγέρα, το βουητό του, τα τρεμάμενα και κινούμενα κλαριά των δένδρων, ο συννεφιασμένος ουρανός και η επικείμενη βροχή.
Με το δικό τους τρόπο μας διηγήθηκαν παραμύθι τα ήρεμα νερά της λίμνης, το κελαριστό νερό του ποταμού, και το ορμητικό της δριστέλας και του μύλου.
Με το δικό του τρόπο μας διηγήθηκε παραμύθι η σκηνή με τα φευγαλέα πλάνα του γέρου Κόζιακα, το βουνό με τις  ανεξερεύνητες ομορφιές, το δάσος με τα πανύψηλα δένδρα.
Το στιγμιαίο αινιγματικό βλέμμα του μικρού αλόγου (πουλάρι) προς την κάμερα, μας διηγήθηκε το δικό του παραμύθι.
Τα οικόσιτα ζώα, συντροφιά της παραμυθούς:  ο σκύλος, οι κότες, ο ατίθασος γάτος που σκαρφάλωνε στην ξύλινη κολόνα του σπιτιού, έλεγε κι αυτός το δικό του παραμύθι.
Ακόμα και η ενοχλητική μύγα στο πρόσωπο της κυρά Γιαννούλας, μας διηγήθηκε παραμύθι.
Υπέροχες σκηνές, υπέροχα πλάνα, υπέροχη η μουσική του Νίκου Κυπουργού, τοποθετημένα όλα με αριστουργηματική τάξη και μαεστρία από τον αφηγηματικό σκηνοθέτη Βασίλη Λουλέ!

Αγαπητέ Βασίλη, σ’ ευχαριστούμε για την καταγραφή την μεταφορά και την απόδοση στην οθόνη όλων αυτών των συναισθημάτων (παραμυθιών), που για άλλη μια φορά με συγκίνηση και θαυμασμό άγγιξαν τις καρδιές μας.





"ΤΑ ΧΑΣΑΠΙΚΑ" Η ΠΑΛΙΑ ΛΑΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΤΡΙΚΑΛΩΝ


Τα Χασάπικα

Αναζητώντας με ενδιαφέρον πληροφορίες, στοιχεία και υλικό που αφορούσαν την παλιά λαϊκή αγορά των Τρικάλων, προέκυψαν διάφορες φωτογραφίες, σχέδια, σκίτσα και γραπτές αναφορές, (ερανίσματα, σκόρπιες μνήμες και μισοχαμένες αναμνήσεις), που παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους Τρικαλινούς.
Έτσι χτίζοντας αυτό το υλικό σε ένα ενιαίο σύνολο μας δίνεται η δυνατότητα να γνωρίσουμε ένα κομμάτι της τοπικής ιστορίας και ταυτόχρονα να αντλήσουμε λίγη από την χαμένη αίγλη της παλιάς αγοράς.




Η παλιά λαϊκή αγορά ή τα «Χασάπικα» όπως την έλεγαν πολλοί Τρικαλινοί υπήρξε για πολλά χρόνια το κέντρο της οικονομικής ζωής της πόλης των Τρικάλων. Βρίσκονταν ακριβώς στο χώρο που βρίσκεται σήμερα το κτίριο που στεγάζει τις υπηρεσίες της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Τρικάλων.
Κατασκευάστηκε το 1890 επί δημάρχου Γεωργίου Κανούτα πάνω σε σχέδια του μηχανικού Μένανδρου Ποτεσσάριου.
Υπήρξε μια από τις ομορφότερες λαϊκές αγορές στην Ελλάδα και το πιο χαρακτηριστικό και εντυπωσιακό κτίσμα της εποχής εκείνης στην πόλη των Τρικάλων.
Ήταν ένα πέτρινο νεοκλασικό κτίσμα με ανατολίτικη φυσιογνωμία.
Είχε τέσσερις θολωτές εισόδους και στο εσωτερικό υπήρχαν 68 καταστήματα με διάφορες δραστηριότητες, όπως, κρεοπωλεία, ιχθυοπωλεία, μανάβικα, καφενεία, ουζοπωλεία, πατσατζίδικα, κουρεία κλπ.


Εξωτερικά σύχναζαν διάφοροι υπαίθριοι μικροπωλητές και πλανόδιοι επαγγελματίες όπως τσαγκάρηδες, ομπρελάδες, σαλεπιτζήδες, λούστροι, κοκορετσάδες κλπ.
Στο κέντρο εσωτερικά υπήρχε μια γραφική τουλούμπα, με άφθονο και δροσερό νερό όπου χρησιμοποιούνταν για τις ανάγκες της αγοράς. Κυρίως όμως χρησιμοποιούνταν για το πλύσιμο και τον καθαρισμό του χώρου από τους σφαγείς που έσφαζαν τα ζώα τους. Η τουλούμπα αυτή αντικαταστάθηκε το 1946 από αρτεσιανό.


Λίγα μέτρα από τη βορινή είσοδο, υπήρχε ένας πλάτανος περιτριγυρισμένος με ένα πέτρινο πεζούλι από μεγάλες πέτρες.
Από την οδό Ηρώων Αλβανικού Μετώπου υπήρχαν μέχρι το 1936 υπαίθρια (ανοιχτά) ουρητήρια.
Δυστυχώς όμως, με μια βεβιασμένη και απερίσκεπτη απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, του Δήμου Τρικκαίων, το 1969, επί δημαρχίας Ι. Μάτη αποφασίστηκε η κατεδάφισή της.


Με σκοπό την ανέγερση στη θέση της ενός πολυώροφου κτίσματος, ώστε να νοικιασθεί και να δημιουργηθούν έσοδα για το δήμο, η τότε δημοτική αρχή αφάνισε ένα κομμάτι από την ιστορία της πόλης μας.

Γεγονός πάντως είναι ότι η παλιά Αγορά, μέσα στη διαχρονικότητά της από τότε που κτίστηκε μέχρι τότε που κατεδαφίστηκε αλλά και σήμερα που δεν υπάρχει πια, εξακολουθεί να γοητεύει να συγκινεί και να αποσπά το θαυμασμό των Τρικαλινών.



Από τον τοπικό τύπο της εποχής αντλήσαμε τους σατιρικούς στίχους ενός Τρικαλινού, του ΤΣΑΤΣΩΦ, με τίτλο "Τσατσώφια σάτιρα".


"Τα Χασάπικα"


Πάνε τα Χασάπικα,
Έχουν τώρα κατεδαφισθεί
Και εκεί πολύ μεγάλο μέγαρο
Συντόμως θα ανεγερθεί

Θα λείψει ένα κτίριο
Με γραφικότητα
Σε λίγο η πόλη μας θα γίνει
Αθήνα στην πραγματικότητα.

Πάει το αρτεσιανό
Με το κρύο το νερό
Όλα αλλάζουν τώρα
Στον πολιτισμένο τον καιρό.

Ο Δήμαρχος δουλεύει για την πόλη μας
Με ζήλο και με πάθος
Να διατηρήσει το αρτεσιανό
Μην κάνει κανένα λάθος!

Τα Χασάπικα ήταν
Της πόλεως μας η φωλιά
Μόλις είδαμε να τα κατεδαφίζουν
Ράγισε όλων μας η καρδιά.

Είναι λοιπόν να μην πονέσει
Κανείς και να δακρύσει
Αυτά στους παλαιότερους
Αλησμόνητες στιγμές έχουν αφήσει.

Το τραγούδι λέει
Στα Τρίκαλα πηγαίνει και στο Χασαπά
Λυπήθηκα τον φίλο μου
Θανάση τον καλό Παππά.

Στα Χασάπικα αυτόν συναντούσα
Κάθε Δευτέρα
Και μέσα σε αυτά εγώ
Του έλεγα την καλημέρα

Μέσα σε αυτά γινόταν
Πολλές συναντήσεις
Σαν ήθελες να μάθεις κάτι
Εκεί πήγαινες να ρωτήσεις.

Πόσο θα μας λείψουν
τα Χασάπικα τα θεσπέσια
στο μαγαζί του Ζωγάνα
γινόταν και πολλά συνοικέσια!

Τα έφαγε κι αυτά
Το πέρασμα του χρόνου
Και άφησε σε πολλούς
Στίγματα λύπης και πόνου.

Όλα περνούν και χάνονται
Τίποτα εδώ δεν μένει
Η κακία όμως από τον άνθρωπο
Ουδέποτε πεθαίνει!!!

1 σχόλιο: