"Αφιερωμένο στην παιδική μας αθωότητα…
και σ’ εκείνους που μας διηγούνταν ιστορίες
το χειμώνα γύρω απ’ τη φωτιά
και τα καλοκαίρια στις αυλές κάτω από τ’ αστέρια".
Ο Μύθος του Βαλτινού
Ήταν λένε κάποτε και είναι αληθινό
ένας νέος έμπορας από το Βαλτινό.
Είχε τρία άλογα βαρβάτα δυνατά
και ταξίδια έκανε συχνά προς τη Φραγκιά.
Δυο τρεις φορές το χρόνο ταξίδευε εκεί
κι έμοιαζε η πραμάτεια του προίκα βασιλική.
Αγόραζε μπακίρια, μετάξια, ασημικά,
υφάσματα, κασμίρια και ρούχα πλουμιστά.
Σε ένα απ' τα ταξίδια του, γυρνώντας στο χωριό
κακοκαιριά τον πιάνει κοντά στον Πηνειό.
Πλημμύρισε ο τόπος και βγήκε η Σαλαμπριά
και το νερό απειλούσε τα γύρω τα χωριά.
Καθώς λοιπόν για πέρασμα κοιτούσε για να βρει
αντίκρισε μπροστά του γυναίκα μοναχή,
χλωμή μαυροφορούσα, με μακριά μαλλιά,
να τον κοιτάει στα μάτια, βουβή χωρίς μιλιά.
Παίρνει αυτός το λόγο και ευθύς την ερωτά.
-Ποια είσαι; Τι γυρεύεις, μονάχη εδώ κυρά;
-Απέναντι πηγαίνω μα το πολύ νερό,
μου έκλεισε το δρόμο και μάταια προσπαθώ.
Εκείνος καλοκάγαθος χωρίς να το σκεφθεί
της λέει στ' άλογό του αμέσως ν' ανεβεί.
Και με κινδύνους χίλιους, τα ορμητικά νερά
περάσανε και βγήκαν στην απέναντι μεριά.
-Σ' ευχαριστώ λεβέντη μου, χρόνια πολλά να ζήσεις,
για το καλό που μ' έκανες χάρη μη μου ζητήσεις.
Εγώ μονάχα θα σου πω ποια είμαι τι ζητάω,
Χολέρα με φωνάζουνε και στο χωριό σου πάω.
Τα πάνω κάτω ήρθανε κι αντάριασε η μέρα
την ώρα που του έλεγε πως ήταν η χολέρα.
Απεγνωσμένος έφερε στη σκέψη τα παιδιά του
την όμορφη γυναίκα του και ράγισε η καρδιά του.
Πιάνει σκοτώνει τ' άλογα και καίει την πραμάτεια
και στου θανάτου τη σκιά δακρύζουνε τα μάτια.
Τρέχει κι αρχίζει με φωνές τον κάμπο να οργώνει
ειδοποιεί για το κακό που στο χωριό ζυγώνει.
Ανάστατοι οι κάτοικοι τα σπίτια τους αφήσαν’
γέροι γυναίκες και παιδιά, γρήγορα την κολλήσαν’
και πριν προλάβουν για καλά τους έχει ξεκληρίσει
λίγοι προφτάσαν’ κρύφτηκαν σε κάποιο εξωκλήσι.
Στον Αι Θανάση κρύφτηκαν και με την προσευχή τους
ζητούν βοήθεια απ' το θεό για την καταστροφή τους.
Το Παλιοχώρι χάθηκε, το αφάνισε μια μέρα
στο πέρασμά της από 'κεί η άτιμη χολέρα.
Ο άμοιρος ο έμπορας στη Σαλαμπριά πηγαίνει
βουτάει μέσα στα θολά νερά της και πεθαίνει.
Από την ευσπλαχνία του και το φιλότιμό του
χωρίς να θέλει έφερε το χάρο στο χωριό του.
Περνά διαβαίνει ο καιρός και φεύγει η χολέρα
και φάνηκε η άνοιξη στο δροσερό αέρα.
Ρίχνονται τότε στη δουλειά πιο κάτω και αρχίζουν
το Βαλτινό του σήμερα όλοι μαζί το κτίζουν.
Ο Μύθος της Παπαράντζας
Μια ιστορία θα σας πω που την γνωρίζουν λίγοι
σ' όσους αρέσει δηλαδή, της γνώσης το κυνήγι.
Κι αν δεν φαντάζει αληθινή κρύβει πολλές αλήθειες
αρκεί να ψάξεις να τις βρεις στις τοπικές συνήθειες.
Ήταν στα χρόνια τα παλιά ένας ωραίος νέος
ο Ακταίωνας, ο άρχοντας, ανδρείος και γενναίος.
Μια μέρα που κυνήγαγε στους κάμπους και στα όρη
απρόσμενα συνάντησε κι αντίκρισε μια κόρη,
μια όμορφη αγρότισσα, νεραϊδογεννημένη
την Παπαράντζα την κυρά την χίλιοπαινεμένη.
Ο έρωτας τους χτύπησε καθώς χτυπά τους νέους,
τους ήρωες, τους άτρωτους, του κόσμου τους γενναίους.
Κι ήταν το δέσιμο σφιχτό, το ταίριασμα μεγάλο
τέτοιο ζευγάρι ζηλευτό στη γη δεν ήταν άλλο.
Το γάμο τους σχεδίαζαν και πλάθαν’ τα όνειρά τους
και στα κρυφά αντάμωναν, ζούσαν τον έρωτά τους.
Μα ο Αρισταίος δυστυχώς, του Ακταίωνα ο πατέρας
τον γάμο δεν ενέκρινε κι οργίστηκε σαν τέρας.
Ήθελε προίκα ζηλευτή και πλούτη για το γιο του
και από την τάξη του να βρει να πάρει όμοιό του.
Η Παπαράντζα ήταν φτωχή μα είχε στην καρδιά της
πλούτη, αισθήματα αγνά και πίστη στα όνειρά της.
Και έτσι όπως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις
το θέμα περιπλαίχτηκε με κόντρες κι επιπτώσεις.
Τα πάνω κάτω ήρθανε κι αρχίσαν οι καυγάδες
ο κόσμος όλος χάλασε και μπήκαν σε μπελάδες.
Τα είδε ο γέρο Κόζιακας κι από την ταραχή του
κι απ' το πολύ το άδικο εράγισε η ψυχή του.
Το ανάθεμα επηρέασε του φεγγαριού τη χάση
τα πάντα γύρω αγρίεψαν σκοτείνιασε η πλάση.
«Δεν είναι κρίμα κι άδικο, και ματαιοδοξία,
στα πλούτη, στα πολλά λεφτά να δίνεται αξία,
να μπαίνουνε εμπόδιο στου έρωτα τη χάρη,
να μην αφήνουνε τους νιους να γίνονται ζευγάρι;».
Και τότε ο γέρο Κόζιακας συθέμελα εσείσθη
σεισμός μεγάλος έγινε κι η γης ταρακουνήθη.
Έξι λοφίσκους τάματα και τρεις μαγούλες δίνει,
δύο ποτάμια χάρισμα και μια μικρούλα λίμνη.
Στην Παπαράντζα τη φτωχή μεγάλη προίκα αφήνει
νύφη, γυναίκα και κυρά κι αρχόντισσα να γίνει.
Λιβάδια, βάλτους, τέλματα στον κάμπο απλωμένα
κι όλα τ' αστέρια τ' ουρανού δικά της, χαρισμένα.
Και έτσι ο γάμος έγινε και βρέθηκε μια μέρα
η Παπαράντζα αρχόντισσα με άντρα και με βέρα.
Κτίσανε το παλάτι τους, γέννησαν τα παιδιά τους
κι ευτυχισμένοι ζούσανε μέσα στην αρχοντιά τους.
Περνά διαβαίνει ο καιρός κι αλλάξανε τα χρόνια
και ‘κει στον γέρο Κόζιακα ελιώσανε τα χιόνια.
Και πριν να μπει η άνοιξη κι ανθίσουν τα λουλούδια
μπήκε στο σπίτι συμφορά και πένθιμα τραγούδια.
Απ' τα πολλά τα τέλματα κι από την υγρασία
ήρθε στον κάμπο το χτικιό και η ελονοσία.
Τον άτυχο Ακταίωνα, ρίγη από θέρμη πιάνουν
κι ένας ελώδης πυρετός στο θάνατο τον φθάνουν.
Η μοίρα του το έγραφε, το μαύρο πεπρωμένο
και ένα πρωί τον βρήκανε στο δάσος πεθαμένο.
Αργά το βράδυ ήρθανε τα νέα στη Παπαράντζα
την ώρα που νανούριζε τους γιους της στη σαρμάντζα.
Κι ήταν τα νέα άσχημα φαρμάκι στην καρδιά της
χήρα αυτή και ορφανά τα δύο τα παιδιά της.
Παίρνει απ' τη λίμνη νάματα κι απ' τις μαγούλες χώμα
και θάβει μες στα κτήματα του άντρα της το πτώμα.
Κλαίει στον τάφο και θρηνεί, τραβάει τα μαλλιά της
και στου θανάτου τη γιορτή λέει τ' ανάθεμά της.
Ανάθεμα στη μοίρα μας, στο μαύρο ριζικό μας
ένα κι ογδόντα μες στη γη είναι το μερτικό μας.
Έτσι το θέλησε ο θεός, έτσι κι η μαύρη μοίρα
να μείνουν πίσω ορφανά κι η Παπαράντζα χήρα.
Τα ορφανά μεγάλωσαν σαν δύο μηλαδέρφια
κάναν δικά τους σπιτικά, δικά τους βιλαέτια.
Ο Εξάλοφος, που στα ριζά του Κόζιακα αρχοντεύει,
Σαρακατσιάνος τσέλιγκας τους λόφους αγναντεύει.
Και πλάι τα Ματσουκέϊκα, μέτοικος, νέος, Βλάχος,
απ' το Ματσούκι βρέθηκε στα χειμαδιά ξωμάχος.
Η Παπαράντζα η άμοιρη χήρα και πικραμένη
ζει, βασιλεύει, κυβερνά, δαφνοστεφανωμένη.
Δυο οικισμοί κι ένα χωριό πορεύονται κι αντέχουν
και στους αιώνες των καιρών κοινή πορεία έχουν.
Είναι ένα όμορφο χωριό με δένδρα και πλατάνια
το Δενδροχώρι, που απ' τη γη φωτίζει στα ουράνια.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΦΩΤΑΔΑΣ
Μια φορά κι έναν καιρό, όπως λεν’ στα παραμύθια
τον παλιό καλό καιρό, ίσως να 'ναι και αλήθεια!
Ήτανε τρεις αδελφές πού 'χαν λάμψη κι ομορφάδα
και στον κάμπο ζούσανε στην εύφορη πεδιάδα
Ήτανε τρεις Νηρηίδες και συχνά τα μεσημέρια
Στήναν’ γλέντια με κρασί και βιολιά στα Μαυρονέρια.
Τραγουδούσαν τις νυχτιές και χορεύαν’ στα Βαζούρια
στη ποταμιά ερωτεύονταν κλουριάζονταν στα Κλούρια.
Στη Μυρμηγκιάρα και οι τρεις, ψυχή, καρδιά και σώμα
έκοβαν έπλαθαν πλιθιά με λάσπη και με χώμα.
Προικισμένες μ' αρετές, καλοσύνη, φρονιμάδα
μα ήταν όμως ξακουστές στο θυμό και στην αγριάδα.
Τη μια την λέγαν’ Σαλαμπριά, υγρά τα αισθήματά της
πλημμύριζε και σκέπαζε με δάκρυα τα όνειρά της.
Ξανθομαλλούσα η Σαλαμπριά στα κάτασπρα ντυμένη
πότε γελούσε με χαρά, πότε ήταν λυπημένη.
Σαν θύμωνε καμιά φορά φούσκωνε τα νερά της
κι αλίμονο ότι τύχαινε να βρίσκεται μπροστά της.
Πλημμύριζε και με ορμή κατέστρεφε τους κόπους
σάρωνε σπίτια και φυτά και έπνιγε ανθρώπους.
Μα όταν μετά γαλήνευε σκορπούσε τ' αγαθά της
ψάρια, ξυλεία, βότσαλα, άμμο απ' τα σωθικά της.
κι από τα γάργαρα νερά ποτίζονταν η πλάση
κι έκανε κάθε άνθρωπο φτωχό να ξεδιψάσει.
Την άλλη την φωνάζανε, όλοι οι λεβέντες, Τσιάρα
ήτανε νύμφη όμορφη πλανεύτρα κι ερωτιάρα.
Η Τσιάρα ήταν καστανή, Σαββατογεννημένη,
με τα γλυκά παιχνίδια της, στον έρωτα ταγμένη.
Ήτανε μεγαλόψυχη με ευαίσθητη καρδούλα
σκληρή όταν χρειάζονταν, αφέντρα μα και δούλα.
Έτσι λοιπόν σαν θύμωνε λάσπωνε και κολλούσε
με τις βροχές φοβέριζε με χιόνια απειλούσε.
Πολλές φορές φερότανε με σκέρτσο και με νάζι,
αντάριαζε με κουρνιαχτό έριχνε και χαλάζι.
Μα όταν κι αυτή γαλήνευε χάριζε τα καλά της
έδινε βλάστηση στη γη και στα γεννήματά της.
κάρπιζαν δένδρα φύτρωναν, κι οργίαζαν οι τόποι
και με την άφθονη σοδειά αμείβονταν οι κόποι.
Την τρίτη την καλύτερη την λέγανε Φωτάδα
είχε στο βλέμμα της φωτιά στα μάτια εξυπνάδα.
Αιθέρια, εφηβική μορφή και λυγερή η Φωτάδα
Μαυρομαλλούσα, αγέρωχη σαν την αρχαία Ελλάδα.
Όμως κι αυτή παίδευε, κι αυτή ταλαιπωρούσε
όποιος τη πλάτη γύριζε, όποιος την αγνοούσε.
Σκόρπιζε φόβο, αμυαλιά και τύφλωνε τα μάτια
και αντί για ρόδα έριχνε στο δρόμο τους αγκάθια.
Μα στις καλές της χάριζε αξίες κι επιδόσεις
τα φώτα του πολιτισμού, τα γράμματα, τις γνώσεις.
Την προκοπή, την μόρφωση σ' αυτούς που προσπαθούσαν
και τη ζωή ανύψωναν και εμπρός την οδηγούσαν.
έδινε απλόχερα αγαθά, πρόοδο, επιτυχία
κι όλοι μπροστά βαδίζανε γεμάτοι ευτυχία.
Τρεις νύμφες λυγερόκορμες γράψαν’ την ιστορία
και των υδάτων το χωριό χαράξαν’ την πορεία.
Η Σαλαμπριά που φούσκωνε, η Τσιάρα η καρποφόρα
και η Φωτάδα που έδινε του πνεύματος τα δώρα.
Με το Νερό, τον Έρωτα, το Φως και την Ικμάδα
είναι κτισμένο ένα χωριό στην εύφορη πεδιάδα,
κάπου στον κάμπο βρίσκεται φωτίζει σαν τη δάδα,
ένα χωριό πανέμορφο που λέγεται Φωτάδα.
Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΩ ΕΛΑΤΗΣ
Κάποτε, τα χρόνια εκείνα
που μιλούσανε τα κρίνα
κι είχαν οι άνθρωποι φτερά
και βοτάνια μαγικά
πλάθαν’, λέγαν’ ιστορίες
μύθοι, αλήθεια, φαντασίες
για μεγάλους και παιδιά.
Ζάχαρη, νερό κι αλάτι.
Ήταν κάποτε η Ελάτη
που την λέγανε και Τύρνα
κι ήταν κόρη Βασιλιά,
μες στα όρη ετριγύρνα
στα ελάτια τα πυκνά
μες στην άγρια λαγκαδιά.
Ήταν κάποτε μια κόρη
όμορφη, γλυκιά κι αφέντρα
κι από τα ψηλά τα όρη
και τα σκιερά τα δένδρα
βρέθηκε για κάποιο αγόρι
και του έρωτα την κέντρα
μες στον κάμπο νυφαδιά.
Ήταν στα ψηλά χιονάτη
όμορφη, γλυκιά κι αφράτη.
Κι ένας Βάλτος που ήταν νέος
και της έκλεισε το μάτι
τη σαγήνεψε κι ευθέως
την φορτώθηκε στην πλάτη
κι έφυγαν σε μια βραδιά.
Πάλεψαν μαζί κι αντάμα
με χαρά μα και με κλάμα
βρήκαν το δικό τους τρόπο
Ζάχαρη, νερό κι αλάτι
με αγώνα και με κόπο
με ιδρώτα ζευγολάτη
κι αποκτήσανε παιδιά.
Τώρα μες στον κάμπο μένει
με τον Βάλτο παντρεμένη,
τα βαρκά χωριά, δικά της,
Ζάχαρη, νερό κι αλάτι,
τα καινούργια όνειρά της
και το νέο της παλάτι
τη γλυκαίνουν την καρδιά.
Ορεινή η αφεντιά της,
πεδινά είναι τα παιδιά της,
τα Τυρνιώτικα χωριά.
Ο Ασπρόβαλτος, ο γιος της,
τα όμορφα τα Μεσιακά,
Ο μικρός ο Μέλιγός της
και το Σγκάρι ή Αμμουδιά.
Ήταν κάποτε μια κόρη
όμορφη, γλυκιά κι αφράτη
κι από τα ψηλά τα όρη
βρέθηκε στο κάμπο. Νάτη!
Ζάχαρη, νερό κι αλάτι,
τ' όνομά της, Κάτω Ελάτη,
κάπου εκεί στα χειμαδιά.
ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΟΥ ΣΑΚΑΦΛΙΑ
Ο Σακαφλιάς με τ΄ όνομα, της Τρίπολης ο μάγκας
και των Τρικάλων το παιδί, το θύμα της «μαρμάγκας».
Ήτανε νέος κι όμορφος, μαγκίτης κι αλανιάρης,
λεβέντης μες στην Τρίπολη, νταής και πεισματάρης.
Στα καταγώγια σύχναζε, και στις φωλιές των λύκων,
κι ήταν θαμώνας τακτικός στης ανοχής των οίκων.
Για μια γυναίκα νοιάζονταν και πέθαινε για ΄κείνη
κι απ΄ τα πορνεία σκόπευε να την απομακρίνει.
Ήταν γυναίκα όμορφη , πόρνη πολυτελείας
ελεύθερη και άνετη σε θέματα φιλίας.
Γοήτευε και έκανε στους άντρες τα χατίρια
κι εκείνοι για τα μάτια της κάνανε χαρακίρια.
Χάριζε σ όλους συντροφιά κι απλόχερα αγάπη,
είχε τη Κάρμεν αδερφή, πατέρα τον Σατράπη.
Ο Σακαφλιάς τη λάτρευε, πολύ την αγαπούσε
έκανε όνειρα γι΄ αυτή και τη διεκδικούσε.
Μα κάποιος χωροφύλακας, με «μπάρμπα στη κορώνη»,
είχε κι αυτός πολύ σεβντά και κάψα για την πόρνη.
Είχε καημό και ήθελε δική του να την κάνει.
και με κουμπάρο και παπά να βάλουνε στεφάνι.
Την αγαπούσε ο Σακαφλιάς την ήθελε κι ο μπάτσος,
ο ένας ήταν μπελαλής, μα ο άλλος πιο καπάτσος.
Είχαν καημό και γύρναγαν στα ίδια τα λιμέρια
για μιας γυναίκας την καρδιά, ερχόταν και «στα χέρια».
Για μιας γυναίκας την καρδιά, τρελαίνονταν κι οι δύο,
κι έτσι μπλεχτήκαν άθελα σε «ερωτοδικείο».
Κι εκεί που αντιδικούσανε κι έλεγαν τα δικά τους,
καθώς υπερασπίζανε τα συναισθήματά τους,
του ήρθε του μπάτσου στο μυαλό μια ιδέα…, την αρπάζει,
κι αμέσως σε εφαρμογή το σχέδιο του βάζει.
Είχε το «νόμο», τη «στολή», μαζί του και το «μέσον»
και ζήτησε κρυφά αλλού, για να τον μεταθέσουν.
Έτσι λοιπόν και έγινε, και κάποια μέρα φύγαν
κι από την Τρίπολη κρυφά στα Τρίκαλα τον πήγαν.
Πείρε κρυφά μετάθεση προαγωγή στη ζούλα
και από μπάτσος έγινε, προαγωγός με βούλα.
Πείρε μαζί στα Τρίκαλα την όμορφη εταίρα,
τη σπίτωσε, τη φρόντισε, της πέρασε και βέρα
και με τουπέ και άνεση και νταβαντζή αέρα,
την έβγαλε στη βίζιτα τη δεύτερη ημέρα.
Ήταν το κόλπο έξυπνο…, τον Σακαφλιά να «αδειάσει»
και την υπόλοιπη ζωή στη ζούλα να περάσει.
Μπάτσος λοιπόν, στα Τρίκαλα, τώρα υπηρετούσε
και προστασία κι έλεγχο στις παστρικές πουλούσε.
Μες στους τεκέδες γύρναγε και «χωροφυλακτούσε»
και στα πορνεία, ο άτιμος, τα κέφια του γλεντούσε.
Ο Σακαφλιάς στη Τρίπολη σαν πληγωμένο αγρίμι,
στο μπαγλαμά του έπαιζε του πόνου το ταξίμι.
Περνούσε ώρες δύσκολες, έπινε και μεθούσε
και μες στη ζάλη του πιοτού έκλεγε και θρηνούσε.
και μες στη ζάλη του πιοτού συνέχεια αναζητούσε
αυτή που είχε στην καρδιά, αυτή που αγαπούσε.
Όλο τον κόσμο ρώταγε, κανείς δεν του απαντούσε
κλειστά είχαν τα στόματα κι αυτό, τον ενοχλούσε.
Κι απ΄ το πολύ το ψάξιμο, κι από το πολύ το κρίμα,
κάποιος του σκάει το μυστικό και του τα λέει… «χύμα».
Πως έγινε; πως φύγανε; που πήγαν; και που ζούνε;
πως του φερθήκαν πονηρά να τον ξεφορτωθούνε;
Τη προδοσία, τη μπαμπεσιά, τη προσβολή μαθαίνει
και στο κεφάλι, ξαφνικά, το αίμα του ανεβαίνει.
Το κόλπο της μετάθεσης, του μπάτσου η μανίτα,
κι η πουτανιά της γκόμενας του κόστισαν την ήττα.
Ταμπλάς του ήρθε μ΄ όλα αυτά, θίχθηκε η υπόληψή του
κι ορκίζεται στα νιάτα του, στην αντρική τιμή του,
να πάει να βρει τα ίχνη τους, να λύσει το κουβάρι,
κι η πληγωμένη του καρδιά εκδίκηση να πάρει.
Χρόνο δεν χάνει ο Σακαφλιάς στα Τρίκαλα πηγαίνει
και στα στενά τους τριγυρνά, στις ρούγες μπαινοβγαίνει.
Παίρνει τα σπίτια στη σειρά τις πόρτες μία – μία,
μες στις ταβέρνες ξενυχτά και στα χαμαιτυπεία.
Βρίζει, απειλεί, τσακώνεται με κάτι χασικλήδες,
μαχαιροβγάλτες, φθάσανε, του μπάτσου οι νταβατζήδες.
Κρύβουν τις πόρνες οι τσατσές και διπλοαμπαρώνουν,
μες στα στενά τον Σακαφλιά νταήδες τον κυκλώνουν.
Μες στα στενά του Σακαφλιά ο χάρος κόβει βόλτες,
για μιας γυναίκας την καρδιά παλεύουνε οι μόρτες.
Και σαν ανάβει ο καυγάς και πιάστηκαν στα χέρια,
βγήκαν στιλέτα φονικά και δίκοπα μαχαίρια.
Δυο μαχαιριές τον ρίχνουνε κι είναι η στερνή του ώρα,
μία του φθάνει ως τη καρδιά κι είναι θανατηφόρα.
Το παλικάρι κείτεται στη γη, νεκρό λιοντάρι,
ο χάρος τον σημάδεψε και ήρθε να τον πάρει.
Τον Σακαφλιά σκοτώσανε, το αίμα κυλάει ακόμα…,
κι όπως κυλάει…, μια καρδιά σχημάτισε στο χώμα.
Είναι η καρδιά του έρωτα στα Τρίκαλα που ανθίζει,
κι όταν περάσεις από εκεί, κάτι σου ψιθυρίζει.
κι όταν περάσεις από εκεί, δες το, γιατί αξίζει,
μία καρδιά σε δυο στενά ερωτοφτερουγίζει.
Ένα λουλούδι όμορφο που μόνο εκεί φυτρώνει
«του Σακαφλιά ο έρωτας», η άγρια ανεμώνη.
Κάθε που μπαίνει η άνοιξη κι ο τόπος λουλουδιάζει,
ένα λουλούδι σαν καρδιά τριγύρω ευωδιάζει.
Κι ένα τραγούδι αθάνατο, στολίδι του Τσιτσάνη
είναι γι΄ αυτό το φονικό, μνημόσυνο στεφάνι.
Μια ζεϊμπεκιά λεβέντικη που τη χορεύουν λίγοι,
όσοι μετέχουν μυστικά, στου χάρου το παιχνίδι.
Όσοι ποντάρουν τη ζωή και τηνε παίζουν ζάρια
και στις αξίες της ζωής δεν κάνουνε παζάρια.
Στα Τρίκαλα στα δυο στενά σκοτώσανε τον Σακαφλιά
κι έμειναν έρμα τα πουλιά και ψάχνουν για αλλού φωλιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου