Δευτέρα 22 Φεβρουαρίου 2010

Τα ποιήματά μου


Bιβλιοπαρουσίαση 
Ποιητικής  Συλλογής  ΔΗΜΗΤΡΗ Α. ΤΣΙΓΑΡΑ: “Εξιδανικεύσεις και Δαιμονοποιήσεις”



Παρουσιάζει ο Λευτέρης Α. Αναστασίου


“Θα ζωγραφίσω με τον άνεμο λουλούδια
 με την κιθάρα μου θα φτιάξω δυό τραγούδια
με τα όνειρά μου θα σφυρίξω ένα σκοπό
και θ' αντιστέκομαι με σθένος στο κακό”
(“Ένα παιχνίδι η ζωή” (Δ.Τ.)
Ο Δημήτρης Α. Τσιγάρας όχι τυχαία διάλεξε για τον τίτλο της “ποιητικής του Συλλογής” την παράταιρη και ιδιόρρυθμη έκφραση “Εξιδανικεύσεις και δαιμονοποιήσεις”. Φυσικά, σε πρώτο πλάνο δυσκολεύει την άμεση κατανόηση, όταν όμως εγκύψει με σοβαρότητα ο αναγνώστης στην ανίχνευση του νοήματος των ποιημάτων της Συλλογής καταλαβαίνει την αγωνία του ποιητή. Στη σελ. 5 στο “εισαγωγικό σημείωμα” γράφει αιτιολογώντας τον τίτλο: “Βρισκόμουνα μπροστά σ' ένα βασανιστικό δίλημμα. Να εκδώσω ή να διατηρήσω αυστηρά την ιδιώτευση αυτών των κομματιών της ψυχής μου... Μέσα στις αντοχές του Χρόνου η Ποίηση έχει τον τελευταίο λόγο και το δικαίωμα της επιλογής... Τακτοποιώντας μέσα μου (εξιδανικεύσεις και δαιμονοποιήσεις) σκέψεις και συναισθήματα, νιώθω απενοχοποιημένος και τολμώ να καταθέσω στο κοινό - όχι στην αγορά- αίτηση για την πολιτογράφησή μου στων ιδεών την Πόλη...”. Στην ποίησή του ο εκ Βαλτινού ποιητής βάζει ως πρωταρχικό του στόχο τη συμπόρευση Ποίησης και Μουσικής σε μεταμεσονύχτιες στιγμές σιωπής. Είναι η συμπόρευση -διατείνεται- της ζωής με το όνειρο, στο αινιγματικό μονοπάτι της ύπαρξης:
“Στον άμωμο τόπο,
 στα ουράνια δώματα
μόνο με το θυμίαμα της Ποίησης
την ευγένεια της Μνήμης
την αγνότητα της Μουσικής
μπορείς να πλησιάσεις”
(“Προμετωπίδα”)
Σχίζει την καταχνιά των λέξεων η αγωνία πνεύματος λευκού -όπως της αυλής του τα λευκά περιστέρια- όταν ανασαίνει η αγάπη στα σύνορα του ακοίμητου χρόνου της νιότης, που αναμετριέται στο αλώνι της καρδιάς. Τότε ζευγνύει το στίχο με τις νότες και πυρπολεί με Μνήμη αγάπης τα συναισθήματά του. Είναι οι στιγμές που λάμπει ολάκερος ο λόγος στα σπίτια του χωριού της Θεσσαλίας -την άγια του Φάτνη- με τις πυκνοκατοικημένες λέξεις:
 “Ακούω τους χτύπους της καρδιάς κι αναθαρρεύω
με τα φτερά ενός αγγέλου ταξιδεύω
μέσα στου κόσμου την αέναη γιορτή
άνθρωποι κι άγγελοι πορεύονται μαζί”.
(“Ένα παιχνίδι είναι η ζωή”)
Σε ώρες ταπεινές μια πρωτοπαρουσιαζόμενη ποιητική συλλογή γεμάτη από την αξιοπρέπεια της ιερής του Γης και από τη βαθύτερη αίσθηση της μοίρας του αγρότη και του εργάτη, η οποία συνοδεύεται από την πήλινη σαγήνη απατηλών αντανακλάσεων, ανταμώνει ένα μουσικό φως με μια σπάνια εικόνα κι ένα ένδοθεν διάνυσμα συναισθηματικής κορύφωσης:
 “Στ' αλώνια της νιότης μας τα βολικά
μνήμες, βιώματα, νοσταλγικά
γελούσαμε, παίζαμε, μαλώναμε, ολόγυρα
απ' το πρωί μέχρι το λιόγερμα”

                        ```
 Στ' αλώνια της νιότης μας, τα παιδικά
ξένιαστα, χρόνια, ονειρικά
φτιάχναμε, πλάθαμε τη μπουκουβάλα
από ψωμί, τυρί και γάλα...”
(Στ' αλώνια)
Μέσα από τη βιωμένη ευαισθησία, η οποία ντύνει την αισθηματική και αισθητική του πληρότητα, ανιχνεύει το μήνυμα της Αγάπης, μεταφέροντας τον υπαρξιακό του λόγο -δίχως αμφίβολες λεκτικές ακρότητες ή ιδιωματισμούς- στη σύγχρονη, λαβωμένη από την αγγλοσαξωνική κουλτούρα, έκφραση με κάποιες νότες έναρθρης μουσικής αχλύος φορτωμένες εναπόληση και τρυφερότητα από τις γάργαρες πηγές της Θεσσαλικής ενδοχώρας αξιοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο τις αξίες της λαϊκής παρουσίας και παράδοσης:
“Θα ψάχνω μες στις γειτονιές
να βρίσκω τα όνειρά τους
κι απ' τα κομμάτια τους αυτά
θα πλέκω τα φτερά τους”
(“Ο φτεροποιός”).
Ζεστή και ανθρώπινη φωνή η ποίησή του και το τελευταίο κομμάτι της “στιχουργικής” του τραγουδάει -μεταφορικά και κυριολεκτικά- μ' έναν αστραφτερό καταρράχτη λυρισμού για τις μνήμες της εφηβείας και της νιότης, τους καημούς και τα οράματα με μια ευαισθησία και ανθρωπιά θρεμμένη από τους Θεσσαλικούς δημοτικούς και λαϊκούς ήχους...
“Είναι το φως που σαγηνεύει
και έτσι ανεβαίνουμε πιο ψηλά
μα την πορεία δυσκολεύει
η σκοτεινιά κι η αντηλιά.

                   ```
Το όνειρό τους σαν σμιλεύουν
κάποιος θα το σφυρηλατεί
Είναι η αλήθεια που γυρεύουν
κι αναζητούν στο καθετί”.
Ο Δ.Τ. με την κάποια δικαιολογημένη απειρία κουβαλάει τους πολλαπλούς στοχασμούς του στο αίθριο της Μουσικής με το ζέφυρο της ελπίδας. Οι Ποιητές και δημιουργικοί Μουσικοί μπορούν ακόμα και σήμερα να δώσουν μια διάνοιξη στο χρόνο με φως και στον κόσμο με όνειρα. Τούτη η συλλογή είναι μια δοκιμή σε παρθενικό ταξίδι ανθρωπιάς και οράματος. Στο Α-Γ-Α-Π-Η αυτοαποκαλύπτεται:
“Τι μας κρατάει στη ζωή και τι μας θανατώνει;
 Είναι πιο ωραία την αυγή ή τότε που νυχτώνει;
Το φως ή το σκοτάδι στου βίου το μεράδι;”

Αγαπητέ Δημήτρη... ο ορίζοντάς σου είναι ανοιχτός. Περιμένουμε πολλά... Και καλύτερες εκδόσεις...







Η Βέρα Μπαλαμίτσα διαβάζει το ποίημα του Δημήτρη Τσιγάρα με τίτλο "Οι Αισθήσεις".






Οι Αισθήσεις

Να με κοιτάς στα μάτια
να βλέπω πως αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο μου
κι απ' το σπερματογόνο βλέμμα μας
να συλλαμβάνεται το νόημα της ζωής.

Να ταξιδεύουμε σε ονειρεμένες μουσικές θάλασσες
ακούγοντας αριστοτεχνικές μελωδίες
και ηδονικά να πάλετε η παιδική μας μνήμη
εναρμονιζόμενη με τη φύση της.

Να ψηλαφίζουμε αυθαίρετα
τα εκμαγεία των οραμάτων μας
κι απ' τα σαγηνευτικά μας χάδια
να αναδύεται η ενσάρκωσή τους.

Να αποκηρύτουμε την ελευθερία
αιχμαλωτιζόμενοι σε μεθυστικά αρώματα
κι ο ζωογόνος έρωτας
ακατάπαυτα να φλερτάρει την έκσταση.

Να ανοίγουν οι κρουνοί της ευτυχίας
να αδράζουμε τις αρετές και τα ήθη
και να γευόμαστε το νέκταρ τους
υπηρετώντας την ομορφιά.



Ένα παιχνίδι η ζωή


Ένα παιχνίδι η ζωή

Ένα παιχνίδι η ζωή κι ό,τι μας τύχει...
Ποιός καθορίζει τη γραμμή και ποιός τον πήχη;
Στο πεπρωμένο, όχι, ποιος μπορεί να πει;
Στην ειμαρμένη, ποιός μπορεί να αντισταθεί;

Ακούω τους κτύπους της καρδιάς κι αναθαρρεύω,
με τα φτερά ενός αγγέλου ταξιδεύω,
μέσα στου κόσμου την αέναη γιορτή,
άνθρωποι κι άγγελοι πορεύονται μαζί.

Θα ζωγραφίσω με τον άνεμο λουλούδια,
με την κιθάρα μου θα φτιάξω δυο τραγούδια,
με τα όνειρά μου θα σφυρίξω ένα σκοπό,
και θα αντιστέκομαι με σθένος στο κακό.

Κι αν πεπρωμένο γίνει η αντίστασή μου,
τότε τη μοίρα θα ΄χω ορίσει στη ζωή μου,
τότε θα υπάρχει ένας λόγος για να πω,
πως πήχη και γραμμή τα καθορίζω εγώ!







Ο ήλιος



Ο ήλιος σήμερα έδυσε νωρίτερα,
πήγε και κρύφτηκε, γρήγορα - γρήγορα, πίσω από το βουνό,
από ενοχές…
Να μη φωτίζει το άδικο,
να κοντέψει την αποφράδα ημέρα,
να μετριάσει τον πόνο και την πίκρα.
Πάντα δίκαιος και διαχρονικός!
μας συμπαραστέκεται με την ανατολή του,
δανείζεται την αντανάκλασή μας
και μας επιστρέφει την ελπίδα.



Ένας δόκιμος Θεός


Είναι ανηφορικός ο δρόμος
νόμος περιοριστικός.
Αν τον επιλέξεις, θέλει χρόνο,
έχει στέρηση και πόνο
μα και εκπλήξεις συνεχώς.

Είναι επικίνδυνος ο δρόμος
κι όμως οδηγεί στο φως.
Καίγεσαι αν τον επιλέξεις
μα αν τυχόν και τον αντέξεις
θα ‘σαι γνώστης και σοφός.

Είναι ασύλληπτος ο δρόμος,
δρόμος ή προορισμός.
Τη σοφία και τη γνώση
προσπαθεί να ξεγυμνώσει
ένας δόκιμος Θεός.

Κι αν χαθείς μέσα στο θαύμα
θα ‘ναι θαύμα κι ευτυχία,
μια μοναδική εμπειρία
κι ένα αγιάτρευτο στο βάθος τραύμα.


Στα αλώνια της νιότης μας.



Στα αλώνια της νιότης μας τα επαρχιώτικα
στα αθώα χρόνια, εκείνα τα αλλιώτικα,
έρχονται εικόνες σαν αυτοκόλλητα,
κορίτσια κι αγόρια όλα ξυπόλητα
αλάνικα παιδιά,
χαμένη μου γενιά,
όνειρα απροσδιόριστα.

Στα αλώνια της νιότης μας τα βολικά
μνήμες, βιώματα νοσταλγικά
γελούσαμε, παίζαμε, μαλώναμε, ολόγυρα
απ' το πρωί μέχρι το λιόγερμα.
Αλάνικα παιδιά,
χαμένη μου γενιά,
αδέλφια μου αχώριστα.

Στα αλώνια της νιότης μας, λιγοθυμιά
όλος ο κόσμος μας στη ποταμιά,
όποιος περνούσε τον κοροϊδεύαμε
κάναμε μπάνιο, άλλοι ψαρεύαμε
βουτάγαμε γυμνά,
μες στα ρηχά νερά
και στα βαθύτερα.

Στα αλώνια της νιότης μας τα παιδικά,
ξένιαστα χρόνια, ονειρικά,
φτιάχναμε, πλάθαμε τη μπουκοβάλα,
από ψωμί, τυρί και γάλα,
ζωή με στέρηση,
σα να ΄ταν πέρυσι,
μα ήταν καλύτερα!

Στα αλώνια της νιότης μας τα εφηβικά
γεύσεις, αρώματα μεθυστικά.
Τα πρώτα σκιρτήματα, εκείνα τα βράδια,
τα πρώτα φιλιά μας, τα πρώτα μας χάδια,
σκαρώναμε μύρια,
κόλπα, παιχνίδια,
κι ερωτευθήκαμε.

Στα αλώνια της νιότης μας βάλαμε κάδρο
και τη ζωή μας σε φόντο μαύρο.
Γεύσεις, αρώματα, χρώματα χάθηκαν,
οι ώρες κι οι μέρες τώρα πικράθηκαν,
χαμένη μου γενιά,
αλάνικα παιδιά
πως ξεχαστήκαμε;


Η Βέρα Μπαλαμίτσα διαβάζει το ποίημα του Δημήτρη Τσιγάρα με τίτλο «Στα αλώνια της νιότης μας».

 







 Ας το τολμήσουμε


Κι αν ακόμα δεν το τολμήσαμε
έχουμε χρόνο
να δέσουμε
τον ιδρώτα μας
με τα όνειρά μας,
να ακουμπήσουμε ο Ένας τον Άλλον
να δώσουμε το μερίδιό μας
και να πάρουμε αυτό που μας ανήκει,
αυτό που μας αξίζει,
αυτό που δικαιούμαστε.
Να ομορφύνουμε τον κόσμο.
Ας το τολμήσουμε.







 Η Βέρα Μπαλαμίτσα διαβάζει το ποίημα του Δημήτρη Τσιγάρα με τίτλο «Ο πλάτανος».


Ο πλάτανος

Του γερασμένου πλάτανου, τον πόνο εγώ τον ξέρω
καθότι εκεί στον τόπο μου, μιλούσε μ' έναν γέρο
και του 'λεγε «την άχρωμη ζωή δεν υποφέρω».

Χωρίς να θέλω άκουσα και ντράπικα στ' αλήθεια
γιατί αυτά που έλεγε δεν ήταν παραμύθια,
ήταν κουβέντες στιβαρές που έκαιγαν στα στήθια.

-Αναλογίζομαι, έλεγε γεμάτος περηφάνια,
πόσοι και πόσοι πέρασαν με δάφνινα στεφάνια
κι άπ' τη θωριά τους, έλαμψε η γη και τα ουράνια.

Στον ίσκιο μου σταμάτησαν, ξαπόστασαν και πάλι
το δρόμο συνεχίσανε, σπουδαίοι και μεγάλοι,
άνθρωποι που το πνεύμα τους είχ' ομορφιά και κάλλη.


Εδώ, παλιά, παιάνιζαν οι αοιδοί τη λύρα,
στον ίσκιο μου συντάχθηκε και των θεών η μοίρα.
Εδώ το γάμο τέλεσαν ο Δίας με την Ήρα.

Ο Όμηρος εμπνέονταν εδώ τα ποιήματά του
κι ο Αριστοφάνης έγραφε εδώ τη σάτιρά του,
καθένας με τους στοχασμούς και με τη λεβεντιά του.

Εδώ κοντά καθότανε, ο Πλάτων, ο Σωκράτης,
ο Σόλων κι ο Αλέξανδρος, ο Μέγας στρατηλάτης,
καθένας με τη δύναμη του νου, κι αριστοκράτης.

Εδώ εβροντοφώναξε, «Μολών λαβέ» με θάρρος,
«Ελευθερία ή θάνατος», ο Έλληνας φαντάρος
κι είχε αξία ο θάνατος κι ανδραγαθούσε ο Χάρος.

Ο Παλαμάς την έμπνευση, εδώ αναζητούσε,
ο Μακρυγιάννης έγραφε και γλυκοτραγουδούσε
κι ο Χατζιδάκις, μελωδός, τον έρωτα υμνούσε.

Εδώ πιο κάτω είν' η πηγή, της γνώσης, της σοφίας,
μα ήρθαν δύσκολοι καιροί, λόγω της λειψυδρίας
και γύρω αγκάθια φύτρωσαν, παντού, της αηδίας.

και ήρθαν δύσκολοι καιροί και στερημένα χρόνια
κι η μοναξιά μου μάρανε, τα φύλλα και τα κλώνια
κι απόμεινε η Άνοιξη, χωρίς τα χελιδόνια.

Μονόδρομος η πρόοδος, με όπισθεν πορεία.
Τώρα μονάχα τ' άγρια, της Κίρκης τα θηρία
περνάνε και μου γνέφουνε, απ' την ανυπαρξία.

Τώρα ο τόπος γέμισε με στείρους εραστές,
με αγοραίους ήρωες και μάσκες πλαστικές
και γίνανε εμπόρευμα, οι ποιητές του χθες.

Του γερασμένου πλάτανου, τον πόνο εγώ τον ξέρω
καθότι εκεί στον τόπο μου, μιλούσε μ' έναν γέρο
και του 'λεγε: «την άχρωμη, ζωή, δεν υποφέρω».

κι ο γέρος που τον άκουγε, περίλυπος στην άκρη
κι ατένιζε το βλέμμα του στης γης όλα τα μάκρη,
προσπάθησε, μα μάταια, να κρύψει κάποιο δάκρυ.




Ενοχές

Λυπάμαι για όλα αυτά που έκανα…
και δεν ομόρφαινε ο κόσμος.
Λυπάμαι και για εκείνα που δεν έκανα…
για να ομορφύνω τον κόσμο.
Αυτά θέριεψαν μέσα μου το θυμό.
Αυτά ορίζουν τις ενοχές μου.



Ο Φτεροποιός

Εγώ θα φύγω απ’ το χωριό,
θα πάω σε μια πόλη,
εκεί που κατοικούν μαζί
οι αγγέλοι κι οι διαβόλοι.

Θα ανοίξω ένα μαγαζί
για τους φευγάτους νέους,
για τους αγιάτρευτους τρελούς,
του κόσμου τους ωραίους.

Θα ψάχνω μες στις γειτονιές
να βρίσκω τα όνειρά τους
κι απ’ τα κομμάτια τους αυτά
θα πλέκω τα φτερά τους.

Θα φτιάχνω όλων των ειδών
φτερά, για τους θλιμμένους,
για τους αδύναμους της γης
και τους αδικημένους.

Θα φτιάχνω όλων των ειδών
φτερά για να πετάνε
κι από τα ύψη του ουρανού
τον κόσμο να κοιτάνε.

Κι αν ενοχλήσω μερικούς,
φτεροποιός που θα ΄μαι
κι αν προκαλέσω τους καιρούς,
κανέναν δεν φοβάμαι.

Κι αν με περάσουν για τρελό
καθόλου δεν με νοιάζει,
γιατί η τρέλα στο μυαλό
των τολμηρών φωλιάζει.

Κι έτσι κλωσιέται το αυγό,
η ελπίδα επωάζει,
το δίκιο γίνεται θεριό
και η ζωή αλλάζει.






Ο άγγελος κι ο χάρος

Ήταν ένας άγγελος με φτερά σπασμένα,
δίψαγε για της ζωής τα απαγορευμένα.
Τσίπουρο του μύρισε, μπίρα και κρασάκι
κι άκουσε τη μουσική από ένα μπουζουκάκι.

Μπήκε σ’ έναν καφενέ, άναψε τσιγάρο,
πήγε κι έκατσε μαζί, παρέα με τον χάρο.
Κι όταν μπήκε η ζεϊμπεκιά κι ήρθαν στα μεράκια,
χόρευε ο ένας κι ο άλλος χτύπαγε παλαμάκια.

Και φούντωσε σαν τη φωτιά, το πάθος τους, στ’ αγέρι
και πιάνανε και έστυβαν τη πέτρα με το χέρι.
«Λαμά λαμά σαβαχθανί» - «Ευοί Ευάν, λεβέντη!»,
ο θάνατος και η ζωή ξεχάστηκαν στο γλέντι.

Μα πάνω εκεί σε μια στροφή εβγήκαν τα μαχαίρια
κι ήρθαν κατάχαμα στη γη με ματωμένα χέρια,
λαβωματιά θανατερή στα αγγελικά τα στήθια
για τη πικρή, για τη στερνή, του πάθους την αλήθεια.




Άλφα, Γάμα, Άλφα, Πι και Ήτα

Τι είναι λάθος, τι σωστό,
ποιος μας το καθορίζει;
Που τελειώνει το λογικό,
και που πάλι αρχίζει;
Πεπερασμένο ή άπειρο;
Το έγκυρο ή το άκυρο;
Τι είναι καλό, τι είναι κακό,
ποιος τάχα το γνωρίζει;.
Ανάμεσα στο πουθενά
και στο παντού, ορίζει,
η γραφή στου νου τον πάπυρο,
ή της καρδιάς το διάπυρο;

Τι μας κρατάει στη ζωή,
και τι μας θανατώνει;
Είναι πιο ωραία την αυγή,
ή τότε που νυχτώνει;
Το φως ή το σκοτάδι;
Στου βίου το μεράδι,
το μέλλον ή το παρελθόν
τρέφει τα όνειρά μας;
Και ποια υφάντρα των θεών
γνέθει τα μυστικά μας,
απλώνοντας το χάδι,
στου κόσμου το υφάδι;

Για όλα αυτά απάντηση, θα βρεις σε μια λέξη,
που έχει πέντε γράμματα, και λόγο για να αντέξει.
Σε όλα αυτά απάντηση θα βρεις στην αλφαβήτα,
στα γράμματα Άλφα, Γάμα, Άλφα, Πι και Ήτα.




Όσο ανεβαίνουν ο ήλιος καίει

Ωραίοι, νέοι και γενναίοι
μ΄ αστραφτερή κοφτή ματιά
όσο ανεβαίνουν ο ήλιος καίει
κι αρπάζουν τα φτερά φωτιά.

Είναι το φως που σαγηνεύει
και έτσι ανεβαίνουν πιο ψηλά,
μα την πορεία δυσκολεύει
η σκοτεινιά κι η αντηλιά.

Το όνειρό τους σαν σμιλεύουν
κάποιος θα το σφυρηλατεί,
είναι η αλήθεια που γυρεύουν
κι αναζητούν στο κάθε τι.

Όσο ανεβαίνουν ο ήλιος καίει
μα έχουν στόχο την πρωτιά.
δεν νοιάζονται για το τι φταίει;
και κάνουν στο όνειρο βουτιά.

Ωραίοι, νέοι και γενναίοι
μ΄ αστραφτερή κοφτή ματιά.




Θέλει μαγκιά ο έρωτας

Το ίδιο λάθος κάνουνε όλοι οι προδομένοι
έχουνε την αγάπη πάντοτε δεδομένη
κι αφήνονται... κι αφήνουνε τη σχέση να βαλτώνει
και ούτε υποψιάζονται το τέλος που ζυγώνει.

Όσοι με τα προσχήματα αισθάνονται γενναίοι
παρατηρούν τον έρωτα τα λοίσθια που πνέει
δρομολογούν το τέλος του, άθελα, μα μοιραία
και χάνονται... και χάνουνε πυξίδα και κεραία.

Θέλει μαγκιά ο έρωτας μα λίγοι το γνωρίζουν,
θέλει η αγάπη έμπνευση και κτίστες να την κτίζουν,
θέλει μαγκιά ο έρωτας που λίγοι διαθέτουν,
και με τις νότες της ζωής τραγούδι να συνθέτουν.







Σαν την αλήθεια

Σαν την αλήθεια που κρύβεται στον άνεμο
και μας φυσάει Βοριάς
και μας φυσάει Νοτιάς
και φέρνει πίσω τα χαμένα όνειρά μας.

Σαν τη βροχή που ξεδίψασε το άγονο
και φύτρωσε με μιας
φύτρα νέας γενιάς
κι αναθαρρεύουν τα σπασμένα τα φτερά μας.

Σαν τη φωτιά που στη μέθεξη λαμπάδιαζε
και μέσα απ’ την πυρά
μας καίει κάθε φορά
σαν τύχει και βρεθούμε έξω απ’ τα νερά μας.

Και σαν τον άστατο έρωτα, που έταζε
πότε μας γέμιζε,
πότε μας άδειαζε
και πότε έπαιζε κρυφτό με τη χαρά μας.

Κι έτσι ξεχνιόμαστε
κι έτσι ελπίζουμε
και συνεχίζουμε
να ονειρευόμαστε.






Ας φροντίζουμε τους ελαιώνες


Το κλαδί ελιάς, είναι το σύμβολο της ειρήνης.
Η ειρήνη, είναι το σύμβολο του πολιτισμού.
Ο πολιτισμός, είναι το σύμβολο της προόδου.
Η πρόοδος, είναι το σύμβολο της ανάπτυξης.
Η ανάπτυξη, μας παρέχει τα μέσα.
Εμείς, με τα μέσα ας φροντίζουμε τους ελαιώνες.







Ανήκουμε όλοι στη Γη.

Δεν ντρέπομαι για τον τόπο καταγωγής μου
γιατί δεν είναι δικιά μου επιλογή,
ούτε περηφάνια νιώθω για κάτι που δεν επέλεξα
αλλά δεν είναι και δημιούργημά μου.
Ανήκουμε όλοι στη Γη.







Το αυτεξούσιο

Όλα τα ρηγόπουλα
και τα προσφυγόπουλα,
πρόγονοι και απογόνοι
ίδιο μερτικό,
ίδια μοίρα τους ενώνει,
ίδιο ριζικό.

Όλα τα ρηγόπουλα
και τα προσφυγόπουλα,
αγαπήσαν την Πανδώρα
με άδολο σκοπό
και της γνώσης ήρθε η ώρα,
να γευτούνε τον καρπό.

Μα έχουν τ’ άδικο στην τσέπη,
που όλα τους τα επιτρέπει
και κανένας δεν το βλέπει
με την πρώτη τη ματιά.
Θεία δίκη κυβερνάει,
τα παιδεύει, τα πονάει
τα πεθαίνει, τα γεννάει,
σαν κρυφή λαβωματιά.

Όλα τα ρηγόπουλα
και τα προσφυγόπουλα,
δεν γνωρίζουν τις αιτίες
είναι βιβλικές,
κουβαλάνε αμαρτίες
προπατορικές.

Όλα τα ρηγόπουλα
και τα προσφυγόπουλα,
χρεωθήκανε τη γνώση
στον παράδεισο
κι οδηγήθηκαν στην πτώση
και στην άβυσσο.

Κι έχουν τ’ άδικο στην τσέπη,
που όλα τους τα επιτρέπει
μα κανένας δεν το βλέπει
με την πρώτη τη ματιά.
Νοιώθουν ενοχές κι ευθύνη
κι η ντροπή τους σαν καμίνι,
τους σφυροκοπά, τους ψήνει
και τους καίει σαν φωτιά.

Όλα τα ρηγόπουλα
και τα προσφυγόπουλα,
νοιώθουν πόνο, νοιώθουν λύπη,
πίκρα στην καρδιά,
ψάχνουν κάτι που τους λείπει...
Αχ! Από παιδιά.









Ερωτολογίες


Τα γιασεμιά
άνθησαν πάλι
θαρρείς πως θάλλει
τώρα η καρδιά.


Σαν μουσική
θρόισμα ανέμου
λες κι είναι θεέ μου
τώρα η ζωή.


Ήλιος χαρά
δως μου το χέρι
το καλοκαίρι
ήρθε ξανά.


Γλυκιά η αυγή
όνειρο ζάλη
το περιγιάλι
χρυσοφεγγεί.


Στον ουρανό
τα συννεφάκια
σαν καραβάκια
σ' ωκεανό.


Σαν τα πουλιά
θε΄ να πετάνε
όσοι αγαπάνε
έχουν φτερά.






Σαν ναυαγοί

Πόσο με κούρασε η πόλη αυτή εδώ,
δεν τη μπορώ,
για αυτό μην μ' αρνηθείς, κερνάω ένα ποτό
σ' ένα μπαράκι που συχνάζαμε παλιά
έλα γλυκιά μου και φύγαμε
για λίγο μακριά

Μέσα στους δρόμους φωτεινές επιγραφές,
μα τι τα θες,
όλα βιτρίνα που ξεφτύσανε στο χθες
το μόνο πράγμα που 'χει μείνει αληθινό
είναι γλυκιά μου, που μ' αγαπάς
και σ' αγαπώ και ΄γω.

Με ξεκουράζει η ματιά σου η ζεστή,
πόσο ζεστή!
όταν το βλέμμα σου εμένα αναζητεί
βγάζω φτερά για να πετάξουμε αγκαλιά
έλα γλυκιά μου και φύγαμε
για λίγο μακριά.

Σαν ναυαγοί
σ' αυτή τη γη
που κυνηγάμε μια διέξοδο να βρούμε,
Πόσο μικρή
είναι η ζωή μας και σκληρή!
Γι αυτό μη χάνουμε καιρό, κι όσο θα ζούμε
έλα να αδράξουμε του έρωτα το νέκταρ και να πιούμε!




Στον Θεσσαλο αγρότη

Γιέ, της Δήμητρας εσύ,
ω! Θεσσαλέ, αγρότη,
ηλιοκαμένε, θεριστή,
ακούραστε, στρατιώτη.

Τα νάματα του Πηνειού,
της Πίνδου τα λιθάρια,
μοίραιναν τη διάβα σου,
στου κάμπου τα λιβάδια.

Στον πυρετό της νιότης σου,
αφέντης, δουλευτής,
έραινες τον ιδρώτα σου,
στη μήτρα της μάνας γης.

Του μόχθου σου η πληρωμή,
το οργίασμα της φύσης,
σαν έρθει εκείνη η στιγμή,
που είναι να θερίσεις.

Γιέ, της Δήμητρας εσύ,
ω! Θεσσαλέ μου, αγρότη,
ηλιοκαμένε, θεριστή,
ακούραστε, στρατιώτη.






Εγώ ουρανός και συ αστέρι

Νύχτα σπαρμένη μάγια
χάνονται όλα τ’ αστέρια
και μένει μόνο ένα
είναι η στιγμή που έρχεσαι σε μένα
και μου κρατάς σφιχτά το χέρι
εγώ ουρανός και συ αστέρι.

Νύχτα που κάθε θόρυβο δαμάζει
τ’ αστέρι να κατακτά τα ουράνια μοιάζει
είναι η στιγμή που λες το σ’ αγαπώ
κι είμαστε ενωμένοι, ταίρι,
εγώ ουρανός και συ αστέρι.








Οι αναίσθητοι ήταν και κουφοί


Απευθυνόμενοι στους αναίσθητους έλεγαν:
-Μια γωνιά για τους ανέστιους!
Αλλά μάταια…
Οι αναίσθητοι ήταν και κουφοί…






Της γραμμής ο κλώνος  



Προειδοποίηση

Της γραμμής ο κλώνος

αφήνει τα σημάδια…

Απ’ τη μια η γραμμή γεμίζει

κι απ’ την άλλη μένει άδεια.



Ταυτοποίηση

Τέσσερις γενιές κατέγραψε

κι απαθανάτισε ο φακός μου,

ο παππούς μου, ο πατέρας μου,

ο αδερφός μου κι ο ανιψιός μου!



Διαπίστωση

Ο Κώστας, ο Αντώνης,

ο Κώστας κι ο Αντώνης

μοιραία την ακολουθία
του βίου διαπιστώνεις!

Πιστοποίηση
Ίδια στάση, ίδιο στιλ
της γραμμής ο κλώνος,
είτε ανφάς, είτε προφίλ
ανίκητος ο χρόνος.

Συνειδητοποίηση
Της γραμμής ο κλώνος
αφήνει τα σημάδια…
Απ’ τη μια η γραμμή γεμίζει
κι απ’ την άλλη μένει άδεια.

------------------------------------------------

    Η αξία της δύναμης

Αν νοιώθουμε δυνατοί
και μπορούμε να τα βάλουμε με χίλιους λύκους,
και παλέψουμε, και νικήσουμε…
Κι αν στο δίκιο μπροστά σταθούμε με σεβασμό
και αποφασίσουμε να τα χάσουμε όλα
Τότε είμαστε στον σωστό δρόμο.
Η δύναμή μας έχει και αξία.
 


------------------------------------------------------------------------------------

Ο κήπος της καρδιάς


Θα πάρω χώμα και νερό
και θάρθω πριν χαράξει,
για να φυτέψω τ’ όνειρο,
αυτό που σού χα τάξει.

Κι αν με βρει το μεσημέρι,
μες στον κήπο της καρδιάς,
θα ξαπλώσω στο λημέρι,
εκεί, στον ίσκιο της ροδιάς.

Μου φέρνουν άνθη τα πουλιά,
Πρωτομαγιά κοντεύει,
στεφάνι πλέκω στα μαλλιά
κι ο ήλιος το ζηλεύει.

Κι αν σε βρει το μεσημέρι,
μες στον κήπο της καρδιάς
δροσερά φυσάει τ’ αγέρι,
εκεί, στον ίσκιο της ροδιάς.

Παίζουν λαγούτα και βιολιά,
ο κόσμος μέλι στάζει,
στέλνω κρυφά χίλια φιλιά
η αγάπη μου γιορτάζει.

Κι αν μας βρει το μεσημέρι,
εκεί, στον κήπο της καρδιάς
την αγάπη θα μας φέρει,
δώρο, ο μήνας της σοδειάς.





Ωδή στη μουσική

Φέξτε φεγγάρια φεγγαράκια
να πάρουν χρώμα οι βραδιές,
παίξτε γλυκά μου οργανάκια
να γαληνέψουν οι καρδιές.
Παίξτε γλυκά μου μαντολίνα
κεντήστε πένες στις χορδές,
παίξτε μας τα τραγούδια εκείνα
πού λεν’ οι αγγέλοι στις γιορτές.


Παίξτε τ’ ακόρντα σας κιθάρες
και συνοδέψτε τους ρυθμούς
με μελωδίες ταξιδιάρες
που δεν γνωρίζουνε σταθμούς.
Ποιος θα μαντέψει τι θα φέρει
σαν φέξει και μας εύρη το πρωί;
Τι ψιθυρίζει άραγε τ’ αγέρι
στα φύλλα της βελανιδιάς και τα θροεί;


Παίξτε αερικά στο πιάνο
ωδή στους μύστες του έρωτα,
παίξτε και κάτι από το Μάνο,
τα φανερά και τα αφανέρωτα
δείξτε καλά μου πεφταστέρια,
το μυστικό που δεν το βάζει ο νους
και θα αρματώσω περιστέρια
να το γυρέψουνε στους ουρανούς.



Ο Κένταυρος 
(Παραμύθι χωρίς τέλος)
  
Ήταν ένας κένταυρος εκεί σ’ ένα βουνό
Χάζευε τριγύρναγε μέχρι το δειλινό
Πείνασε και θέλησε να φάει φαγητό
Τι να φάει, σκέφτηκε, παστίτσιο ή σανό;
Τι να φάει άραγε, σανό ή το παστίτσιο;
Σερβιρισμένο σε παχνί ή μήπως σε σερβίτσιο;

Κι έτσι σ’ αυτό το δίλημμα ήτανε διχασμένος
Κι έμεινε θεονήστικος ο κένταυρος ο καημένος!

Νύσταξε και ο κένταυρος θέλει να κοιμηθεί
Που να πάει, σκέφτηκε, για να ξημερωθεί;
Να πάει σ’ έναν στάβλο κι ολόρθος να σταθεί;
Ή σε ξενοδοχείο και να κρεβατωθεί;
Σε ξενοδοχείο και να κρεβατωθεί;
Ή σε έναν στάβλο κι ολόρθος να σταθεί;

Κι έτσι μπροστά στο δίλημμα ήτανε διχασμένος
Κι έμεινε άυπνος ο κένταυρος και καταπονημένος!

Μα νηστικός και άυπνος ο κένταυρος μετά
Βαριά πολύ αρρώστησε κι ήταν του θανατά
Να πάει σε έναν κτηνίατρο ή σε έναν λέει γιατρό;
Σε έναν γιατρό να πάει ή σε κτηνίατρο;
Βαθιά συλλογιζότανε μέσα στον πυρετό
Να πάρει μια απόφαση δεν είχε πια καιρό.

Κι έτσι μπροστά στο δίλημμα ήτανε διχασμένος
Και έσβησε και πέθανε ο κένταυρος ο καημένος!

Οι άνθρωποι τον λυπήθηκαν, τον έκλαψαν πολύ
Και θέλησαν να θάψουν το άψυχο κορμί
Που όμως να το θάψουν σε λάκκο ή σε τάφο;
Στο κοιμητήριο, να φτιάξουν έναν τάφο;
Ή στην περιφέρεια εκεί σε κάποια τάφρο;
Που όμως να το θάψουν σε λάκκο ή σε τάφο;

Κι έτσι μπροστά στο δίλημμα, ποιος θα το αποφασίσει
Φωνάξαν τον παραμυθά για να τους δώσει λύση

Πήγα κι εγώ και έδωσα τη λύση στη στιγμή
Τον κένταυρο ανέστησα και του ’δωσα ζωή
Γι’ αυτό το παραμύθι μας εντέλει θα γυρίσει
Και φαύλος κύκλος τελικά απ’ την αρχή θ’ αρχίσει
Ήταν ένας κένταυρος εκεί σ’ ένα βουνό
Χάζευε τριγύρναγε μέχρι το δειλινό

Κι έτσι πάλι ο κένταυρος πεινάει και νυστάζει
Κουράζεται αρρωσταίνει κι ο έρμος τα τινάζει!

Αυτό το παραμύθι μας ποτέ του δεν τελειώνει
Το λέει ο προπάππος στο παιδί και ο παππούς στ’ αγγόνι
Με ράμμα με χρυσή κλωστή και με λεπτό βελόνι
Το ράβουν, το μπαλώνουν, μα πάλι αυτό ξηλώνει.



Δημήτρης Τσιγάρας Νοέμβριος 2019


ΑΝΑΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ 

«Ω! ΤΕΡΑΣ = ΕΡΩΤΑΣ!»


Το λέμε έρωτα αυτό το τέρας

όχι λόγω όψης, αλλά λόγω ΤΕΡΑΣτιας δύναμης.

 

Το συγχωροχάρτι

 

Φουρτούνιασε η θάλασσα

Το κύμα της αγριεύει

Κι ένα σκαρί στο πέλαγο

Να βυθιστεί κοντεύει.

 

Στα μάτια σου το διάβασα

Στην όψη σου το είδα

Στα χείλη σου το γεύτηκα

Το χάρισμα του Μίδα

 

Και στην καρδιά μου ένοιωσα

Τον έρωτα αντάρτη

Να σεργιανάει στα πέρατα

Μ’ ένα συγχωροχάρτι.


Τα υγρά, τα στερεά και τα άυλα

 


Στη γέννηση είναι το νερό

στη βάφτιση το λάδι

κρασάκι στη μεταλαβιά

στο γάμο είναι το ρύζι

σιτάρι είναι στο θάνατο

και στην αγάπη η μνήμη.



Το περιστεράκι

 

Δούλοι και ταγοί

Γιοί και παραγιοί

Χύνεται ποτάμι αίμα, σφάζονται στη γη

Βλέπει το παιδί

Κι όλο απορεί

Απορεί γελά και κλαίει το μικρό παιδί

 

Μα ’να περιστεράκι μας πάει σ’ άλλον καιρό

Φυσά ένα αεράκι κι αλλάζει τον καιρό

Σου κράταγα το χέρι με κράταγες κι εσύ

Φυσά μακριά τ’ αγέρι κι η ελπίδα μας μισή

 

Έξυπνοι κουτοί

Πλούσιοι και φτωχοί

Δεν τους έφτανε να ζήσουν στον πλανήτη γη

Στέρεψε η πηγή

Βάθυνε η πληγή

Έγινε ο κόσμος όλος άναρθρη κραυγή

 

Μα ’να περιστεράκι μας πάει σ’ άλλον καιρό

Ξυπνά ένα αστεράκι κι αρχίζει το χορό

Απλή, μα και μεγάλη, μια τόση δα στιγμή

Ξεχάστηκαν και πάλι για λίγο οι στεναγμοί


Η Λανανού

 

Η μικρή, μικρή μου Λανανού

Λένε πως λιχνίζει στ’ άδυτα του νου

Τη γυρεύω μα δεν τη θωρώ

Κι όλο ψάχνω κι όλο ψάχνω να τη βρω

 

Ηχοπλάστες μουσουργοί

Του Αιόλου εσείς οι γιοί

Απ’ τον ουρανό ως τη γη

Η καρδιά μου αναριγεί

 

Πιάστε το χρυσό δοξάρι

Και το μαγικό λυχνάρι

Ψάξτε  ήλιο και φεγγάρι 

Για της χίμαιρας το χνάρι 

 

Η μικρή, μικρή μου Λανανού

Αρμενίζει στα πελάγη τ’ ουρανού

Κάθε βράδυ αχ και κάθε αυγή

Ένας πόθος σε κλουβί ψυχορραγεί

 

Ηχοπλάστες μουσουργοί

Του Αιόλου εσείς οι γιοί

Απ’ τον ουρανό ως τη γη

Άφεγγη τ’ ονείρου η αυγή

 

Πιάστε το χρυσό δοξάρι

Και το μαγικό λυχνάρι

Κάντε μου αυτή τη χάρη

Ξετυλίξτε το κουβάρι



Ο κυρ Καλούσιος

 

Στέκει στης πόρτας το κατώφλι και στοχάζεται

παντέρημος και σκεφτικός ο κυρ Καλούσιος.

για σιρμαγιά, κέρδη, αποκτήματα, δε σκοτίστηκε

τα άσωτα τα μεγαλεία, δεν τα λιμπίστηκε

ούτε και νοιάστηκε ποτέ να γίνει πλούσιος,

αρκούνταν μόνο στο να βγαίνει ο επιούσιος,

αυτάρκης και αμόλυντος ο κυρ Καλούσιος.

 

Πόσο χαιρόταν να μιλάει με τα αερικά!

να γράφει, ν’ απαγγέλει τα ποιήματά του.

Αχ! πόσο έλαμπαν τα μάτια του, όταν ένοιωθε

-πως αναθάρρευε η ψυχή του, όταν έβλεπε-

τον λόγο του να εκτιμούν στη γειτονιά του!

έπαιρναν σάρκα και οστά τα όνειρά του,

να τραγουδούν, να απαγγέλουν ποιήματά του.

 

(επί γήραος ουδώ)

Φύγαν οι μάγισσες της νιότης, κι άλλαξε ο καιρός

αγέρας δυνατός φυσάει μανιασμένος.

τα λιγοστά υπάρχοντά του, όλα θρύψαλα,

οι μνήμες, τα βιώματά του, όλα θρύψαλα,

μα ο κυρ Καλούσιος λιτός και μετρημένος

φράγκο δεν δίνει για της μοίρας του το μένος

έζησε τ’ όνειρο και νοιώθει λυτρωμένος.



Ο έρωτας του καλοκαιριού 

 

 

Το φως ξεσπά, λάμπει τ’ αστέρι

ήλιος, χαρά το καλοκαίρι

χαράζει η αυγή, όνειρο, ζάλη

χρυσοφεγγεί το περιγιάλι.

 

Τα γιασεμιά άνθισαν πάλι

τώρα η καρδιά, θαρρείς πως θάλλει

γλυκό φιλί, θρόισμα ανέμου

φουντώνει ο έρωτας Θεέ μου!

 

Στη θάλασσα τα καραβάκια,

στον ουρανό τα ζευγαράκια

σαν τα πουλιά ψηλά πετάνε

έχουν φτερά όσοι αγαπάνε.


Η βροχή κι η καταιγίδα

 

Έξω φυσάει τυφλός βοριάς…

Η μπόρα απλώνεται με μιας,

χαράκωσε το δειλινό

και σκέπασε με σύννεφα τον ουρανό.

 

Μέχρι να ’ρθει η ξαστεριά

η θλίψη γίνεται βαριά,

του ναυαγίου τα κρίματα

περνούν μέσα από σαράντα κύματα.

 

Η βροχή κι η καταιγίδα

έχουν πνίξει τ’ όνειρο

λίγο φως, μια ηλιαχτίδα,

ένα νεύμα καρτερώ.

Ρίχνω μια φωτοβολίδα

στέλνω σήμα S.O.S.

κάπου υπάρχει η ελπίδα

στων οριζόντων τις γραμμές.



Ήτανε ιππότες κάποτε

 

Ήταν φίσκα το μαγαζί

Και γλεντούσαν όλοι μαζί

Τύφλα γίνανε και στουπί

Και ξεχάσανε το κουπί.

 

Το κουπί και το τιμόνι

Την ισχύ σου δυναμώνει

Κι από τα δεινά γλυτώνει

Που γεννάει η ραστώνη.

 

Ήτανε ιππότες κάποτε

Αρχηγοί και φωτοδότες

-Αχ Διονύση ακαταμάχητε-

Έχουν γίνει τώρα πότες.

 

Μάγκες τσίφτηδες και μόρτες

Άσκοπα κόβουνε βόλτες

Σκοτεινοί, πικροί και λάβροι

Έγινε η ζωή τους μαύρη.

 

Ήτανε ιππότες κάποτε

Αρχηγοί και φωτοδότες

-Αχ Διονύση ακαταμάχητε-

Έχουν γίνει τώρα πότες.

 

 

Κάποιος είπε στο μαγαζί:

«Να ζει κανείς ή να μη ζει»;

Κι όλοι απαντήσανε μαζί

με μια φωνή: «Να ζει, να ζει»!

 

Το κουπί και το τιμόνι

Την ελπίδα αναπτερώνει

Σε ξυπνάει απ’ το αφιόνι

Απ’ τα δεσμά σ’ ελευθερώνει.

 

Ήτανε ιππότες κάποτε

Αρχηγοί και φωτοδότες

-Αχ Διονύση ακαταμάχητε-

Να, που αλλάζουνε οι ρότες.

 

Μάγκες τσίφτηδες και μόρτες

Άρχισαν να κόβουν βόλτες

Ψάχνουνε να βρούνε λύση

Ο τροχός για να γυρίσει.

 

Ήτανε οι πότες κάποτε

Και θα γίνουν πάλι ιππότες

Και θα ανέβουν όπως άλλοτε

Πάλι στις γραμμές τις πρώτες. 



Του λαού οι παροιμίες

 

Του λαού οι παροιμίες κρύβουν μέσα τους σοφίες,

χίλιες, μύριες ιστορίες, ρήσεις και αλληγορίες.

           

Να ’χαν οι κουρούνες γνώση να μας δίνανε καμπόση.

Συμβολή από γέρο πάρε κι από παιδεμένο γνώση.

 

Όποιος, λένε, νου δεν έχει, πάει κι έρχεται και τρέχει.

Λίγα λόγια μετρημένα, τα πολλά πάνε χαμένα.

 

 

Θέλει τέχνη το ραπάνι, κάθε τόπος δεν το κάνει.

Θέλει τέχνη το πριόνι κι όποιος το βαστά ιδρώνει.

 

Άλλος σπέρνει και θερίζει κι άλλος τρώει και μακαρίζει.

Άλλος σπέρνει και τρυγάει κι άλλος πίνει και μεθάει.

 

Όποιος έχει πολλά γρόσια, θέλει πάντα κι άλλα τόσα.

Όποιος βγάνει και δεν βάνει, εύκολα στον πάτο φτάνει.

 

 

Μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου.

Δείξε μου τη συντροφιά σου, να σου πω την αφεντιά σου.

 

Σαν ο λύκος θα γεράσει και ασπρίσει το μαλλί του,

μήτε γνώμη θα αλλάξει, μηδέ πια και τη βουλή του.

 

Καιροφυλαχτεί το άγος, τίποτα δεν είναι τέλειο,

μήτε γάμος δίχως κλάμα, μηδέ μνήμα δίχως γέλιο.




Η θαλασσογόησσα

 

Θαλασσογόησσα σειρήνα

με πλάνεψαν τα κάλλη σου,

μπλέχτηκα μες στα δίχτυα εκείνα,

της δολερής αγκάλης σου.

Θαλασσογόησσα σειρήνα

με πλάνεψαν τα κάλλη σου.

 

Έκανες θάλασσα τη στάλα

το πέλαγος πολύ βαθύ

ήρθαν τα κύματα μεγάλα

κι η βάρκα πάει να βυθιστεί.

Ήρθαν τα κύματα μεγάλα

κι η βάρκα μου έχει βυθιστεί.

 

Τώρα που να ’βρω το κουράγιο,

η ελπίδα που να στηριχθεί;

Μες στης ζωής μου το ναυάγιο

κάποια σανίδα να βρεθεί.

Εγώ δεν είχα ούτε Άγιο,

ούτε Θεό να με νοιαστεί.



Ο Θοδωρής

 

Ένας φίλος έφυγε νωρίς

Δεν τον αναζήτησε κανείς

Ούτε μάνα, ούτε συγγενείς

Πάντα μόνος ήταν κι αφανής

 

Δεν είχε να περάσει κάπου τις βραδιές

Κι οι αλυσίδες που τον κράταγαν βαριές

Ήταν αγνός, αγνός σαν τα μικρά παιδιά

Κι όλα τα έβλεπε με άδολη καρδιά

 

Κάθε Κυριακή έπινε ρακή

Γίνονταν στουπί, κάθε Κυριακή

Έψαχνε να βρει τ’ όνειρό του εκεί

Άχαρη η ζωή, δόλια η Κυριακή

 

Έσβησε το άστρο του νωρίς

Πάει, χάθηκε ο Θοδωρής

Τι να φταίει που ’γινε μπεκρής

Δεν το ρώτησε ποτέ κανείς

 

Το τραγούδι έγινε λυγμός

Κι η φυγή του αναστεναγμός




Να ’μουν εγώ εσύ κι εσύ εγώ

 

Λάμπει στα μάτια σου κάθε ξημέρωμα

Κι είναι στο χάραμα εκεί

Ώρα για συναρπαγή

Νάχα τη δύναμη, να ’χα το φτέρωμα

Και σαν θεός του έρωτα

Να ’ριχνα βέλη στη γη

 

Να σε καμάκωνα

Να σε φαρμάκωνα

Να σε μεθούσα με γλυκό κρασί

Να σε κανάκευα

Να σε νανούριζα

Να ’σουν εσύ εγώ κι εγώ εσύ

 

 

Λάμπουν στα μάτια σου όλοι οι ήλιοι

Σύμπας ο κόσμος εδώ

Μες στης γιορτής το χορό

Νοιώθω στη λάμψη σου, σβηστό καντήλι

Λίγο απ’ το φως σου ζητώ

Να φωτιστώ ή να καώ

 

Να ’σαι η μέρα μου

Να ’μαι η νύχτα σου

Να ’μαστε ένα εμείς, εμείς οι δυο

Να ’σαι η μούσα μου

Να ’μαι το ποίημα σου

Να ’μαι εγώ εσύ κι εσύ εγώ 

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου