Η Βέρα Μπαλαμίτσα διαβάζει το ποίημα του Δημήτρη Τσιγάρα με τίτλο "Οι Αισθήσεις".
Να με κοιτάς στα μάτια
Να ψηλαφίζουμε αυθαίρετα
Να αποκηρύτουμε την ελευθερία
Να ανοίγουν οι κρουνοί της ευτυχίας
Ο ήλιος σήμερα έδυσε νωρίτερα,
πήγε και κρύφτηκε, γρήγορα - γρήγορα, πίσω από το βουνό,
από ενοχές…
Να μη φωτίζει το άδικο,
να κοντέψει την αποφράδα ημέρα,
να μετριάσει τον πόνο και την πίκρα.
Πάντα δίκαιος και διαχρονικός!
μας συμπαραστέκεται με την ανατολή του,
δανείζεται την αντανάκλασή μας
και μας επιστρέφει την ελπίδα.
Είναι ανηφορικός ο δρόμος
νόμος περιοριστικός.
Αν τον επιλέξεις, θέλει χρόνο,
έχει στέρηση και πόνο
μα και εκπλήξεις συνεχώς.
Είναι επικίνδυνος ο δρόμος
κι όμως οδηγεί στο φως.
Καίγεσαι αν τον επιλέξεις
μα αν τυχόν και τον αντέξεις
θα ‘σαι γνώστης και σοφός.
Είναι ασύλληπτος ο δρόμος,
δρόμος ή προορισμός.
Τη σοφία και τη γνώση
προσπαθεί να ξεγυμνώσει
ένας δόκιμος Θεός.
Κι αν χαθείς μέσα στο θαύμα
θα ‘ναι θαύμα κι ευτυχία,
μια μοναδική εμπειρία
κι ένα αγιάτρευτο στο βάθος τραύμα.
Στα αλώνια της νιότης μας τα επαρχιώτικα
στα αθώα χρόνια, εκείνα τα αλλιώτικα,
έρχονται εικόνες σαν αυτοκόλλητα,
κορίτσια κι αγόρια όλα ξυπόλητα
αλάνικα παιδιά,
χαμένη μου γενιά,
όνειρα απροσδιόριστα.
Στα αλώνια της νιότης μας τα βολικά
μνήμες, βιώματα νοσταλγικά
γελούσαμε, παίζαμε, μαλώναμε, ολόγυρα
απ' το πρωί μέχρι το λιόγερμα.
Αλάνικα παιδιά,
χαμένη μου γενιά,
αδέλφια μου αχώριστα.
Στα αλώνια της νιότης μας, λιγοθυμιά
όλος ο κόσμος μας στη ποταμιά,
όποιος περνούσε τον κοροϊδεύαμε
κάναμε μπάνιο, άλλοι ψαρεύαμε
βουτάγαμε γυμνά,
μες στα ρηχά νερά
και στα βαθύτερα.
Στα αλώνια της νιότης μας τα παιδικά,
ξένιαστα χρόνια, ονειρικά,
φτιάχναμε, πλάθαμε τη μπουκοβάλα,
από ψωμί, τυρί και γάλα,
ζωή με στέρηση,
σα να ΄ταν πέρυσι,
μα ήταν καλύτερα!
Στα αλώνια της νιότης μας τα εφηβικά
γεύσεις, αρώματα μεθυστικά.
Τα πρώτα σκιρτήματα, εκείνα τα βράδια,
τα πρώτα φιλιά μας, τα πρώτα μας χάδια,
σκαρώναμε μύρια,
κόλπα, παιχνίδια,
κι ερωτευθήκαμε.
Στα αλώνια της νιότης μας βάλαμε κάδρο
και τη ζωή μας σε φόντο μαύρο.
Γεύσεις, αρώματα, χρώματα χάθηκαν,
οι ώρες κι οι μέρες τώρα πικράθηκαν,
χαμένη μου γενιά,
αλάνικα παιδιά
πως ξεχαστήκαμε;
Κι αν ακόμα δεν το τολμήσαμε
έχουμε χρόνο
να δέσουμε
τον ιδρώτα μας
με τα όνειρά μας,
να ακουμπήσουμε ο Ένας τον Άλλον
να δώσουμε το μερίδιό μας
και να πάρουμε αυτό που μας ανήκει,
αυτό που μας αξίζει,
αυτό που δικαιούμαστε.
Να ομορφύνουμε τον κόσμο.
Ας το τολμήσουμε.
Η Βέρα Μπαλαμίτσα διαβάζει το ποίημα του Δημήτρη Τσιγάρα με τίτλο «Ο πλάτανος».
και του 'λεγε «την άχρωμη ζωή δεν υποφέρω».
Χωρίς να θέλω άκουσα και ντράπικα στ' αλήθεια
γιατί αυτά που έλεγε δεν ήταν παραμύθια,
ήταν κουβέντες στιβαρές που έκαιγαν στα στήθια.
-Αναλογίζομαι, έλεγε γεμάτος περηφάνια,
πόσοι και πόσοι πέρασαν με δάφνινα στεφάνια
κι άπ' τη θωριά τους, έλαμψε η γη και τα ουράνια.
Στον ίσκιο μου σταμάτησαν, ξαπόστασαν και πάλι
το δρόμο συνεχίσανε, σπουδαίοι και μεγάλοι,
άνθρωποι που το πνεύμα τους είχ' ομορφιά και κάλλη.
Ο Όμηρος εμπνέονταν εδώ τα ποιήματά του
κι ο Αριστοφάνης έγραφε εδώ τη σάτιρά του,
καθένας με τους στοχασμούς και με τη λεβεντιά του.
Εδώ κοντά καθότανε, ο Πλάτων, ο Σωκράτης,
ο Σόλων κι ο Αλέξανδρος, ο Μέγας στρατηλάτης,
καθένας με τη δύναμη του νου, κι αριστοκράτης.
Εδώ εβροντοφώναξε, «Μολών λαβέ» με θάρρος,
«Ελευθερία ή θάνατος», ο Έλληνας φαντάρος
κι είχε αξία ο θάνατος κι ανδραγαθούσε ο Χάρος.
Ο Παλαμάς την έμπνευση, εδώ αναζητούσε,
ο Μακρυγιάννης έγραφε και γλυκοτραγουδούσε
κι ο Χατζιδάκις, μελωδός, τον έρωτα υμνούσε.
Εδώ πιο κάτω είν' η πηγή, της γνώσης, της σοφίας,
μα ήρθαν δύσκολοι καιροί, λόγω της λειψυδρίας
και γύρω αγκάθια φύτρωσαν, παντού, της αηδίας.
και ήρθαν δύσκολοι καιροί και στερημένα χρόνια
κι η μοναξιά μου μάρανε, τα φύλλα και τα κλώνια
κι απόμεινε η Άνοιξη, χωρίς τα χελιδόνια.
Μονόδρομος η πρόοδος, με όπισθεν πορεία.
Τώρα μονάχα τ' άγρια, της Κίρκης τα θηρία
περνάνε και μου γνέφουνε, απ' την ανυπαρξία.
Τώρα ο τόπος γέμισε με στείρους εραστές,
με αγοραίους ήρωες και μάσκες πλαστικές
και γίνανε εμπόρευμα, οι ποιητές του χθες.
Του γερασμένου πλάτανου, τον πόνο εγώ τον ξέρω
καθότι εκεί στον τόπο μου, μιλούσε μ' έναν γέρο
και του 'λεγε: «την άχρωμη, ζωή, δεν υποφέρω».
κι ο γέρος που τον άκουγε, περίλυπος στην άκρη
κι ατένιζε το βλέμμα του στης γης όλα τα μάκρη,
προσπάθησε, μα μάταια, να κρύψει κάποιο δάκρυ.
Ενοχές
Λυπάμαι για όλα αυτά που έκανα…
και δεν ομόρφαινε ο κόσμος.
Λυπάμαι και για εκείνα που δεν έκανα…
για να ομορφύνω τον κόσμο.
Αυτά θέριεψαν μέσα μου το θυμό.
Αυτά ορίζουν τις ενοχές μου.
Το ίδιο λάθος κάνουνε όλοι οι προδομένοι
έχουνε την αγάπη πάντοτε δεδομένη
κι αφήνονται... κι αφήνουνε τη σχέση να βαλτώνει
και ούτε υποψιάζονται το τέλος που ζυγώνει.
Όσοι με τα προσχήματα αισθάνονται γενναίοι
παρατηρούν τον έρωτα τα λοίσθια που πνέει
δρομολογούν το τέλος του, άθελα, μα μοιραία
και χάνονται... και χάνουνε πυξίδα και κεραία.
Θέλει μαγκιά ο έρωτας μα λίγοι το γνωρίζουν,
θέλει η αγάπη έμπνευση και κτίστες να την κτίζουν,
θέλει μαγκιά ο έρωτας που λίγοι διαθέτουν,
και με τις νότες της ζωής τραγούδι να συνθέτουν.
Το κλαδί ελιάς, είναι το σύμβολο της ειρήνης.
Η ειρήνη, είναι το σύμβολο του πολιτισμού.
Ο πολιτισμός, είναι το σύμβολο της προόδου.
Η πρόοδος, είναι το σύμβολο της ανάπτυξης.
Η ανάπτυξη, μας παρέχει τα μέσα.
Εμείς, με τα μέσα ας φροντίζουμε τους ελαιώνες.
Δεν ντρέπομαι για τον τόπο καταγωγής μου
γιατί δεν είναι δικιά μου επιλογή,
ούτε περηφάνια νιώθω για κάτι που δεν επέλεξα
αλλά δεν είναι και δημιούργημά μου.
Ανήκουμε όλοι στη Γη.
Πόσο με κούρασε η πόλη αυτή εδώ,
δεν τη μπορώ,
για αυτό μην μ' αρνηθείς, κερνάω ένα ποτό
σ' ένα μπαράκι που συχνάζαμε παλιά
έλα γλυκιά μου και φύγαμε
για λίγο μακριά
Μέσα στους δρόμους φωτεινές επιγραφές,
μα τι τα θες,
όλα βιτρίνα που ξεφτύσανε στο χθες
το μόνο πράγμα που 'χει μείνει αληθινό
είναι γλυκιά μου, που μ' αγαπάς
και σ' αγαπώ και ΄γω.
Με ξεκουράζει η ματιά σου η ζεστή,
πόσο ζεστή!
όταν το βλέμμα σου εμένα αναζητεί
βγάζω φτερά για να πετάξουμε αγκαλιά
έλα γλυκιά μου και φύγαμε
για λίγο μακριά.
Σαν ναυαγοί
σ' αυτή τη γη
που κυνηγάμε μια διέξοδο να βρούμε,
Πόσο μικρή
είναι η ζωή μας και σκληρή!
Γι αυτό μη χάνουμε καιρό, κι όσο θα ζούμε
έλα να αδράξουμε του έρωτα το νέκταρ και να πιούμε!
Στον Θεσσαλο αγρότη
Γιέ, της Δήμητρας εσύ,
ω! Θεσσαλέ, αγρότη,
ηλιοκαμένε, θεριστή,
ακούραστε, στρατιώτη.
Τα νάματα του Πηνειού,
της Πίνδου τα λιθάρια,
μοίραιναν τη διάβα σου,
στου κάμπου τα λιβάδια.
Στον πυρετό της νιότης σου,
αφέντης, δουλευτής,
έραινες τον ιδρώτα σου,
στη μήτρα της μάνας γης.
Του μόχθου σου η πληρωμή,
το οργίασμα της φύσης,
σαν έρθει εκείνη η στιγμή,
που είναι να θερίσεις.
Γιέ, της Δήμητρας εσύ,
ω! Θεσσαλέ μου, αγρότη,
ηλιοκαμένε, θεριστή,
ακούραστε, στρατιώτη.
Νύχτα σπαρμένη μάγια
χάνονται όλα τ’ αστέρια
και μένει μόνο ένα
είναι η στιγμή που έρχεσαι σε μένα
και μου κρατάς σφιχτά το χέρι
εγώ ουρανός και συ αστέρι.
Νύχτα που κάθε θόρυβο δαμάζει
τ’ αστέρι να κατακτά τα ουράνια μοιάζει
είναι η στιγμή που λες το σ’ αγαπώ
κι είμαστε ενωμένοι, ταίρι,
εγώ ουρανός και συ αστέρι.
Οι αναίσθητοι ήταν και κουφοί
Απευθυνόμενοι στους αναίσθητους έλεγαν:
-Μια γωνιά για τους ανέστιους!
Αλλά μάταια…
Οι αναίσθητοι ήταν και κουφοί…
------------------------------------------------------------------------------------
ΑΝΑΓΡΑΜΜΑΤΙΣΜΟΣ
«Ω!
ΤΕΡΑΣ = ΕΡΩΤΑΣ!»
Το
λέμε έρωτα αυτό το τέρας
όχι
λόγω όψης, αλλά λόγω ΤΕΡΑΣτιας δύναμης.
Το
συγχωροχάρτι
Φουρτούνιασε
η θάλασσα
Το
κύμα της αγριεύει
Κι
ένα σκαρί στο πέλαγο
Να
βυθιστεί κοντεύει.
Στα
μάτια σου το διάβασα
Στην
όψη σου το είδα
Στα
χείλη σου το γεύτηκα
Το
χάρισμα του Μίδα
Και
στην καρδιά μου ένοιωσα
Τον
έρωτα αντάρτη
Να
σεργιανάει στα πέρατα
Μ’
ένα συγχωροχάρτι.
Τα
υγρά, τα στερεά και τα άυλα
Στη
γέννηση είναι το νερό
στη
βάφτιση το λάδι
κρασάκι
στη μεταλαβιά
στο
γάμο είναι το ρύζι
σιτάρι
είναι στο θάνατο
και
στην αγάπη η μνήμη.
Το περιστεράκι
Δούλοι
και ταγοί
Γιοί
και παραγιοί
Χύνεται
ποτάμι αίμα, σφάζονται στη γη
Βλέπει
το παιδί
Κι
όλο απορεί
Απορεί
γελά και κλαίει το μικρό παιδί
Μα
’να περιστεράκι μας πάει σ’ άλλον καιρό
Φυσά
ένα αεράκι κι αλλάζει τον καιρό
Σου
κράταγα το χέρι με κράταγες κι εσύ
Φυσά
μακριά τ’ αγέρι κι η ελπίδα μας μισή
Έξυπνοι
κουτοί
Πλούσιοι
και φτωχοί
Δεν
τους έφτανε να ζήσουν στον πλανήτη γη
Στέρεψε
η πηγή
Βάθυνε
η πληγή
Έγινε
ο κόσμος όλος άναρθρη κραυγή
Μα
’να περιστεράκι μας πάει σ’ άλλον καιρό
Ξυπνά
ένα αστεράκι κι αρχίζει το χορό
Απλή,
μα και μεγάλη, μια τόση δα στιγμή
Ξεχάστηκαν
και πάλι για λίγο οι στεναγμοί
Η Λανανού
Η
μικρή, μικρή μου Λανανού
Λένε
πως λιχνίζει στ’ άδυτα του νου
Τη
γυρεύω μα δεν τη θωρώ
Κι
όλο ψάχνω κι όλο ψάχνω να τη βρω
Ηχοπλάστες
μουσουργοί
Του
Αιόλου εσείς οι γιοί
Απ’
τον ουρανό ως τη γη
Η
καρδιά μου αναριγεί
Πιάστε
το χρυσό δοξάρι
Και
το μαγικό λυχνάρι
Ψάξτε ήλιο και φεγγάρι
Για
της χίμαιρας το χνάρι
Η
μικρή, μικρή μου Λανανού
Αρμενίζει
στα πελάγη τ’ ουρανού
Κάθε
βράδυ αχ και κάθε αυγή
Ένας
πόθος σε κλουβί ψυχορραγεί
Ηχοπλάστες
μουσουργοί
Του
Αιόλου εσείς οι γιοί
Απ’
τον ουρανό ως τη γη
Άφεγγη
τ’ ονείρου η αυγή
Πιάστε
το χρυσό δοξάρι
Και
το μαγικό λυχνάρι
Κάντε
μου αυτή τη χάρη
Ξετυλίξτε
το κουβάρι
Ο κυρ Καλούσιος
Στέκει
στης πόρτας το κατώφλι και στοχάζεται
παντέρημος
και σκεφτικός ο κυρ Καλούσιος.
για
σιρμαγιά, κέρδη, αποκτήματα, δε σκοτίστηκε
τα
άσωτα τα μεγαλεία, δεν τα λιμπίστηκε
ούτε
και νοιάστηκε ποτέ να γίνει πλούσιος,
αρκούνταν
μόνο στο να βγαίνει ο επιούσιος,
αυτάρκης
και αμόλυντος ο κυρ Καλούσιος.
Πόσο
χαιρόταν να μιλάει με τα αερικά!
να
γράφει, ν’ απαγγέλει τα ποιήματά του.
Αχ!
πόσο έλαμπαν τα μάτια του, όταν ένοιωθε
-πως
αναθάρρευε η ψυχή του, όταν έβλεπε-
τον
λόγο του να εκτιμούν στη γειτονιά του!
έπαιρναν
σάρκα και οστά τα όνειρά του,
να
τραγουδούν, να απαγγέλουν ποιήματά του.
(επί
γήραος ουδώ)
Φύγαν
οι μάγισσες της νιότης, κι άλλαξε ο καιρός
αγέρας
δυνατός φυσάει μανιασμένος.
τα
λιγοστά υπάρχοντά του, όλα θρύψαλα,
οι
μνήμες, τα βιώματά του, όλα θρύψαλα,
μα
ο κυρ Καλούσιος λιτός και μετρημένος
φράγκο
δεν δίνει για της μοίρας του το μένος
έζησε
τ’ όνειρο και νοιώθει λυτρωμένος.
Ο έρωτας του
καλοκαιριού
Το
φως ξεσπά, λάμπει τ’ αστέρι
ήλιος,
χαρά το καλοκαίρι
χαράζει
η αυγή, όνειρο, ζάλη
χρυσοφεγγεί
το περιγιάλι.
Τα
γιασεμιά άνθισαν πάλι
τώρα
η καρδιά, θαρρείς πως θάλλει
γλυκό
φιλί, θρόισμα ανέμου
φουντώνει
ο έρωτας Θεέ μου!
Στη
θάλασσα τα καραβάκια,
στον
ουρανό τα ζευγαράκια
σαν
τα πουλιά ψηλά πετάνε
έχουν
φτερά όσοι αγαπάνε.
Η βροχή κι η
καταιγίδα
Έξω
φυσάει τυφλός βοριάς…
Η
μπόρα απλώνεται με μιας,
χαράκωσε
το δειλινό
και
σκέπασε με σύννεφα τον ουρανό.
Μέχρι
να ’ρθει η ξαστεριά
η
θλίψη γίνεται βαριά,
του
ναυαγίου τα κρίματα
περνούν
μέσα από σαράντα κύματα.
Η
βροχή κι η καταιγίδα
έχουν
πνίξει τ’ όνειρο
λίγο
φως, μια ηλιαχτίδα,
ένα
νεύμα καρτερώ.
Ρίχνω
μια φωτοβολίδα
στέλνω
σήμα S.O.S.
κάπου
υπάρχει η ελπίδα
στων
οριζόντων τις γραμμές.
Ήτανε ιππότες
κάποτε
Ήταν
φίσκα το μαγαζί
Και
γλεντούσαν όλοι μαζί
Τύφλα
γίνανε και στουπί
Και
ξεχάσανε το κουπί.
Το
κουπί και το τιμόνι
Την
ισχύ σου δυναμώνει
Κι
από τα δεινά γλυτώνει
Που
γεννάει η ραστώνη.
Ήτανε
ιππότες κάποτε
Αρχηγοί
και φωτοδότες
-Αχ
Διονύση ακαταμάχητε-
Έχουν
γίνει τώρα πότες.
Μάγκες
τσίφτηδες και μόρτες
Άσκοπα
κόβουνε βόλτες
Σκοτεινοί,
πικροί και λάβροι
Έγινε
η ζωή τους μαύρη.
Ήτανε
ιππότες κάποτε
Αρχηγοί
και φωτοδότες
-Αχ
Διονύση ακαταμάχητε-
Έχουν
γίνει τώρα πότες.
Κάποιος
είπε στο μαγαζί:
«Να
ζει κανείς ή να μη ζει»;
Κι
όλοι απαντήσανε μαζί
με
μια φωνή: «Να ζει, να ζει»!
Το
κουπί και το τιμόνι
Την
ελπίδα αναπτερώνει
Σε
ξυπνάει απ’ το αφιόνι
Απ’
τα δεσμά σ’ ελευθερώνει.
Ήτανε
ιππότες κάποτε
Αρχηγοί
και φωτοδότες
-Αχ
Διονύση ακαταμάχητε-
Να,
που αλλάζουνε οι ρότες.
Μάγκες
τσίφτηδες και μόρτες
Άρχισαν
να κόβουν βόλτες
Ψάχνουνε
να βρούνε λύση
Ο
τροχός για να γυρίσει.
Ήτανε
οι πότες κάποτε
Και
θα γίνουν πάλι ιππότες
Και
θα ανέβουν όπως άλλοτε
Πάλι
στις γραμμές τις πρώτες.
Του λαού οι
παροιμίες
Του
λαού οι παροιμίες κρύβουν μέσα τους σοφίες,
χίλιες,
μύριες ιστορίες, ρήσεις και αλληγορίες.
Να
’χαν οι κουρούνες γνώση να μας δίνανε καμπόση.
Συμβολή
από γέρο πάρε κι από παιδεμένο γνώση.
Όποιος,
λένε, νου δεν έχει, πάει κι έρχεται και τρέχει.
Λίγα
λόγια μετρημένα, τα πολλά πάνε χαμένα.
Θέλει
τέχνη το ραπάνι, κάθε τόπος δεν το κάνει.
Θέλει
τέχνη το πριόνι κι όποιος το βαστά ιδρώνει.
Άλλος
σπέρνει και θερίζει κι άλλος τρώει και μακαρίζει.
Άλλος
σπέρνει και τρυγάει κι άλλος πίνει και μεθάει.
Όποιος
έχει πολλά γρόσια, θέλει πάντα κι άλλα τόσα.
Όποιος
βγάνει και δεν βάνει, εύκολα στον πάτο φτάνει.
Μη
γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου.
Δείξε
μου τη συντροφιά σου, να σου πω την αφεντιά σου.
Σαν
ο λύκος θα γεράσει και ασπρίσει το μαλλί του,
μήτε
γνώμη θα αλλάξει, μηδέ πια και τη βουλή του.
Καιροφυλαχτεί
το άγος, τίποτα δεν είναι τέλειο,
μήτε
γάμος δίχως κλάμα, μηδέ μνήμα δίχως γέλιο.
Η θαλασσογόησσα
Θαλασσογόησσα
σειρήνα
με
πλάνεψαν τα κάλλη σου,
μπλέχτηκα
μες στα δίχτυα εκείνα,
της
δολερής αγκάλης σου.
Θαλασσογόησσα
σειρήνα
με
πλάνεψαν τα κάλλη σου.
Έκανες
θάλασσα τη στάλα
το
πέλαγος πολύ βαθύ
ήρθαν
τα κύματα μεγάλα
κι
η βάρκα πάει να βυθιστεί.
Ήρθαν
τα κύματα μεγάλα
κι
η βάρκα μου έχει βυθιστεί.
Τώρα
που να ’βρω το κουράγιο,
η
ελπίδα που να στηριχθεί;
Μες
στης ζωής μου το ναυάγιο
κάποια
σανίδα να βρεθεί.
Εγώ
δεν είχα ούτε Άγιο,
ούτε
Θεό να με νοιαστεί.
Ο Θοδωρής
Ένας
φίλος έφυγε νωρίς
Δεν
τον αναζήτησε κανείς
Ούτε
μάνα, ούτε συγγενείς
Πάντα
μόνος ήταν κι αφανής
Δεν
είχε να περάσει κάπου τις βραδιές
Κι
οι αλυσίδες που τον κράταγαν βαριές
Ήταν
αγνός, αγνός σαν τα μικρά παιδιά
Κι
όλα τα έβλεπε με άδολη καρδιά
Κάθε
Κυριακή έπινε ρακή
Γίνονταν
στουπί, κάθε Κυριακή
Έψαχνε
να βρει τ’ όνειρό του εκεί
Άχαρη
η ζωή, δόλια η Κυριακή
Έσβησε
το άστρο του νωρίς
Πάει,
χάθηκε ο Θοδωρής
Τι
να φταίει που ’γινε μπεκρής
Δεν
το ρώτησε ποτέ κανείς
Το
τραγούδι έγινε λυγμός
Κι
η φυγή του αναστεναγμός
Να ’μουν εγώ εσύ
κι εσύ εγώ
Λάμπει
στα μάτια σου κάθε ξημέρωμα
Κι
είναι στο χάραμα εκεί
Ώρα
για συναρπαγή
Νάχα
τη δύναμη, να ’χα το φτέρωμα
Και
σαν θεός του έρωτα
Να
’ριχνα βέλη στη γη
Να
σε καμάκωνα
Να
σε φαρμάκωνα
Να
σε μεθούσα με γλυκό κρασί
Να
σε κανάκευα
Να
σε νανούριζα
Να
’σουν εσύ εγώ κι εγώ εσύ
Λάμπουν
στα μάτια σου όλοι οι ήλιοι
Σύμπας
ο κόσμος εδώ
Μες
στης γιορτής το χορό
Νοιώθω
στη λάμψη σου, σβηστό καντήλι
Λίγο
απ’ το φως σου ζητώ
Να
φωτιστώ ή να καώ
Να
’σαι η μέρα μου
Να
’μαι η νύχτα σου
Να
’μαστε ένα εμείς, εμείς οι δυο
Να
’σαι η μούσα μου
Να
’μαι το ποίημα σου
Να
’μαι εγώ εσύ κι εσύ εγώ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου