Τετάρτη 15 Φεβρουαρίου 2017

Το σπίτι και η λεύκα


Το μοναχικό σπίτι με τη λεύκα τα αντίκρισα στην ερημιά του κάμπου, σε ένα χωράφι, κάπου εκεί στο παλιό εργοστάσιο Ζαχάρεως, του Χρηστάκη Ζωγράφου, μεταξύ των χωριών Μαγουλίτσα και Μαυρομμάτι Καρδίτσας.
Καθώς τριγυρνούσα με το αυτοκίνητό μου, ένα Κυριακάτικο απόγευμα, αναζητώντας κόγχες γαλήνης είδα αυτό το βουβό και σιωπηλό σπιτάκι και πλάι μια λεύκα, ένα καβάκι να το συντροφεύει σαν πιστός σκύλος.
Σταμάτησα να το περιεργαστώ και πλησίασα προς σ’ αυτό, όπως πλησιάζει κανείς κάτι άγνωστο, κάτι παράδοξο, κάτι που αξίζει να ερευνηθεί.
Είχα μπροστά μου ένα σπιτάκι με μια πέτρινη σκάλα που οδηγούσε στη ξύλινη βεραντούλα, με τα κεραμίδια του και με εκείνη τη συγκινητική απλότητα που βρίσκει κανείς στις γειτονιές.
Η λεύκα πλάι του είχε θεριέψει και το μπόι της υψώνονταν σαν λαμπάδα, τριπλάσιο από το ύψος του σπιτιού. Φάνταζε σαν ένα πράσινο βέλος καρφωμένο στη γη και όριζε τόσο πολύ την εντύπωση που προκαλούσε όλο αυτό το θέαμα, ώστε ήταν σχεδόν αδύνατον να φανταστεί κανείς αυτό το μικρό σπίτι δίχως τη θεόρατη λεύκα.
Η λεύκα είχε καταλάβει ατίθαση όλον τον ζωτικό χώρο, είχε γιγαντωθεί σαν να έβγαινε από σελίδα λαϊκών παραμυθιών.
Βουβή κι ακίνητη με τον ευθυτενή κορμό της σαν ακτίνα ηλιακού ρολογιού, να δείχνει καθημερινά την ώρα, ανάλογα με τη θέση του ήλιου στον ουρανό και τη θέση της σκιάς της στη γη.
Κοιτάζοντας αυτό το δίδυμο με μια άλλη ματιά μου φάνηκε πάλι, το σπίτι σαν μελανοδοχείο και η λεύκα σαν κονδυλοφόρος πένα με φτερό.
Σ’ αυτό το παιχνίδισμα του νου φαντάστηκα πως το χειμώνα, με τα γυμνά κλαδιά της, η λεύκα θα άφηνε τον ήλιο να ζεστάνει τα κεραμίδια του σπιτιού, ενώ το καλοκαίρι τα φύλλα της θα τρεμοπαίζανε στο ελαφρύ αεράκι κάποιο ερωτικό τραγουδάκι.
Έβγαλα τη φωτογραφική μηχανή και φωτογράφισα την εικόνα. Δεν χόρταινα να παρατηρώ!
Ξανακοίταξα αυτό το σπίτι, πριν απομακρυνθώ, με την πεποίθηση ότι άφηνα πίσω δύο φίλους σε ένα χωράφι κάπου εκεί στον Θεσσαλικό κάμπο, αποτυπώνοντας τον αχνό συνειρμό μιας ευθυτενούς λυγερόκορμης λεύκας, που συντροφεύει ένα βουβό σπίτι.

Δημήτρης Τσιγάρας


Για τη γιορτή του έρωτα


Σήμερα που είναι η γιορτή των ερωτευμένων θα ΄θελα:
Θα ΄θελα να κατοικώ εσαεί μέσα σ’ έναν κόσμο που πάλλεται από την επιθυμία του ερωτευμένου να διασχίζει τα όρια του εαυτού, να παύει να είναι αδιαίρετος, να χάνεται μέσα στον άλλο, για τον άλλο.
Θα ΄θελα να κατοικώ εκεί που ο έρωτας γίνεται έξαρση, παραφορά, εκμηδένιση μέσα στον άλλον και διά του άλλου, αλλά χωρίς να είναι ποτέ κατάσταση κρίσης ή κατάρρευσης. Έτσι, που η περιπέτεια αυτή να μπορεί να γίνεται πηγή ανανέωσης, να αναπλάθει, να ανασυσταίνει, να αναγεννάει ένα σώμα, έναν ψυχισμό, μια ζωή. Εκεί που το θαύμα γεννιέται από την αδιάκοπη εξερεύνηση της άγνωστης επικράτειας που είναι το άλλο πρόσωπο, της έκπληξης που συνέχεια επιφυλάσσει στον ερωτευμένο.
Θα ΄θελα να κατοικώ εσαεί εκεί μέσα στη διαπεραστική ευθραυστότητα και τη γαλήνια δύναμη που αναδύεται από τον χείμαρρο του έρωτα. Εκεί που το Εγώ δεν γίνεται ποτέ υπερβολικό, ούτε σε υπεροψία ούτε σε ταπεινότητα. Εκεί που υπάρχει ισορροπία ανάμεσα στα σθένη του ζεύγους - το εγώ και το εσύ να συμβαδίζουν…

Χρόνια πολλά αγαπημένη μου!!!





Επέτειος για τα 92 χρόνια από την αγροτική και λαϊκή εξέγερση του 1925 των Τρικάλων.


Ομιλία του Δημήτρη Τσιγάρα στην εκδήλωση, για την επέτειο της αγροτικής και λαϊκής εξέγερσης, της 2ας Φεβρουαρίου 1925, στην ομώνυμη πλατεία της πόλης των Τρικάλων. (Κυριακή 5 Φεβρουαρίου 2017)

"Κυρίες και Κύριοι.
Είναι ίσως «ευτυχισμένοι οι λαοί που δεν έχουν Ιστορία» - έχουν αποφύγει τα δάκρυα, το αίμα, τις θυσίες, ακόμη και τα μίση και τα πάθη που συνοδεύουν τους αγώνες.
Αλλά είναι οπωσδήποτε υπερήφανοι όσοι έχουν, όσοι δημιουργούν Ιστορία. Και η περηφάνια αυτή, η αγέρωχη αυτοπεποίθηση, η γελαστή εμπιστοσύνη προς το μέλλον λάμπει σε κάθε επέτειο στα μάτια αυτών των λαών.
Φέτος, στις 2 Φεβρουαρίου, συμπληρώθηκαν 92 χρόνια απ’ την ιστορική εξέγερση των αγροτών και εργατών των Τρικάλων. Μια εξέγερση που συγκλόνισε όχι μόνο την πόλη των Τρικάλων, αλλά και το πανελλήνιο.
Ήμαστε στις αρχές του 1925, δηλαδή δυόμισι περίπου χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και η Θεσσαλία βράζει. Μεγάλες κινητοποιήσεις σε Καρδίτσα, Λάρισα, Καλαμπάκα και αλλού διαδέχονται η μία την άλλη, για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών και την αποκατάσταση των ακτημόνων αγροτών και των παλαιών πολεμιστών.
Έτσι ένα ζεστό ηλιόλουστο χειμωνιάτικο πρωινό, το πρωινό της 2ας Φεβρουαρίου 1925, ενώ τα Τρίκαλα έσφυζαν από κόσμο, μιας και τούτη η μέρα ήταν ημέρα του παζαριού και πολλοί αγρότες είχαν μαζευτεί στην πόλη, Εργάτες του Εργατικού Κέντρου μοίραζαν από νωρίς το πρωί προκηρύξεις στους χωρικούς, με αιτήματα την απαλλοτρίωση των κτημάτων, κατά του πολέμου και κατά της ακρίβειας.