Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Το πρώτο της ζωής μου ταξίδι



Εικονογραφημένο διήγημα, που η ιστορία του διαδραματίζεται στο δάσος της Παναγίας Βαλτινού. Αποτελεί μέρος της κινηματογραφικής ταινίας με τον ομότιτλο τίτλο.
Είναι ένα ταξίδι πηγαιμού και επιστροφής με μια διανυκτέρευση, με εναλλαγές, με εμπειρίες και γνώσεις. Μια αφήγηση της διαδικασίας τέλεσης του πανηγυριού που αποτυπώνει το ξετύλιγμα της ζωής, που έχει να κάνει με την αρετή του πραγματισμού και της ευχαρίστησης που προσφέρουν τα απλά πράγματα.
Τόπος και κόσμος κατοικημένοι από την οικονομία και την απλότητα, μισό αιώνα πριν. Μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί, αλλά που άφησε πίσω της, αναλλοίωτο το στίγμα μιας λιτής και απέριττης ζωής.
Η επιστροφή στο παρελθόν γίνεται δια μέσω της περσόνας του μικρού ταξιδιώτη που διεκδικεί τα όνειρά του.
Το ξετύλιγμα των αναμνήσεων ξεκινάει με την προετοιμασία για το πανηγύρι, ακολουθεί η διαδρομή, η άφιξη, ο χώρος και η διαδικασία τελέσεως του πανηγυριού, η διανυκτέρευση, η δεύτερη ημέρα του πανηγυριού και η επιστροφή με τις εντυπώσεις και τη σχέση του μικρού ταξιδιώτη με τον παππού, ο οποίος μεταλαμπαδεύει τη θυμοσοφία του στον εγγονό του.
Η γνώση για το μικρό ταξιδιώτη είναι το σημαντικότερο απόκτημα στη ζωή.
Η σχέση με τον παππού του, ο θαυμασμός του λόγου και της θυμοσοφία του, τον στιγματίζουν, αν και κάποιες φορές διακατέχεται από την αμφιταλάντευση ανάμεσα στην προτροπή του παππού: «για την τήρηση του μέτρου» και την προσταγή του Καζαντζάκη: «Φτάσε όπου δεν μπορείς».
Σενάριο – Σκηνοθεσία - Σκίτσα: Δημήτρης Τσιγάρας
Αφήγηση: Σάκης Μπιλιάλης
Μουσική: Χρύσανθος Μουζακίτης


Το διήγημα 
"Το πρώτο της ζωής μου ταξίδι"
του Δημήτρη Τσιγάρα 

Στους πρόποδες του Κόζιακα, χαμηλά στην πεδιάδα και πλάι στον Πηνειό ποταμό, σ’ ένα χωριό, που έλαχε να είναι η γενέτειρά μου, βρίσκεται το δάσος της Παναγίας Βαλτινού, με το ομώνυμο εκκλησάκι του.
Αν με ρωτήσει κανείς «από πότε θυμάσαι το δάσος της Παναγίας;» θα δυσκολευτώ πάρα πολύ να δώσω μια σαφή απάντηση. Αυτό το «πότε» δεν μπορεί να προσδιοριστεί χρονικά. Σαν η απάντηση «από τότε που γεννήθηκα» να είναι ανεπαρκής. Σαν ν’ άρχισα ν’ ακούω για το δάσος, πριν ακόμα κοπεί ο ομφάλιος λώρος. Κάθε φορά που το φέρνω στο νου μου, μια άρρητη νοσταλγία με κατακλύζει και άφατα συναισθήματα με κυριεύουν.
Γι’ αυτό το λόγο λοιπόν, επιστρέφω συνειδητά στο παρελθόν, αναζητώντας απαντήσεις, αναμοχλεύοντας, και ανασέρνοντας παιδικές μνήμες από «το πρώτο της ζωής μου ταξίδι», που ήταν στο πανηγύρι της Παναγίας Βαλτινού.
Ήταν περίπου προς το τέλος της δεκαετίας του ΄60, την εποχή που άρχιζα να αντιλαμβάνομαι και να γνωρίζω τον κόσμο και θυμάμαι που πλησίαζε ο καιρός για το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου.
Το ένοιωθε κανείς στην ατμόσφαιρα, στις κουβέντες των μεγαλυτέρων και στις υποσχέσεις προς τους μικρότερους. «Αν είσαι καλό παιδί θα σε πάρω να πάμε στο πανηγύρι στην Παναγία»!  Αυτή η φράση πυροδοτούσε την περιέργειά μου και τροφοδοτούσε τη φαντασία μου, εκθειάζοντας έτσι το γεγονός και ανυψώνοντας το κύρος του πανηγυριού μέσα μου.
«Τι να ήταν τάχα, αυτό το πολυσυζητημένο και ξακουστό πανηγύρι»;
Κόντευαν λοιπόν οι μέρες για το Δεκαπενταύγουστο κι όλο το χωριό άρχισε να «φοράει» τα καλά του.
Οι κάτοικοι βρίσκονταν σε μια κινητικότητα, σε μια διαδικασία προετοιμασίας και προσμονής. Καθάριζαν τα σπίτια και τις αυλές, ασβεστώνανε τα δέντρα και τους δρόμους, κάνανε τις ανάλογες προμήθειες και ετοιμάζονταν να ανοίξουν τις πόρτες τους στους επισκέπτες - μουσαφιραίους, ντόπιους και ξένους, μοιράζοντας και παράλληλα απολαμβάνοντας την ελληνική φιλοξενία.
Θυμάμαι τη μάνα που έβραζε νερό στο καζάνι, έξω στην αυλή, για να μας λούσει και να μας κάνει μπάνιο. Όρθιοι και γυμνοί μέσα στη σκάφη, εγώ και ο αδερφός μου, τουρτουρίζαμε, από ντροπή περισσότερο και συστολή στη θέα της γύμνιας, αλλά κι απ’ το τσούξιμο των ματιών της σαπουνάδας. Με το πράσινο σαπούνι η μάνα μας σαπούνιζε ρίχνοντας ζεστό νερό και τρίβοντας με το σφουγγάρι τα σώματά μας. Ξέπλενε μετά τις σαπουνάδες με καθαρό νερό και μας σκούπιζε με την πετσέτα. Στη συνέχεια φορούσαμε καινούργια και καθαρά εσώρουχα και ντυνόμαστε με τα καλά μας ρούχα. Έτοιμοι, πλυμένοι και ντυμένοι για το πανηγύρι!
Και σαν έφτασε αυτή η ώρα, το απόγευμα της παραμονής του Δεκαπενταύγουστου, όλοι οι δρόμοι οδηγούσαν στην Παναγία!
Εκείνη την εποχή το αυτοκίνητο δεν είχε κάνει ακόμα την εμφάνισή του στη ζωή μας, και οι χωρικοί επισκέπτονταν το δάσος της Παναγίας πεζή ή χρησιμοποιούσαν κατά κόρον τα υποζύγια, άλογα και γαϊδούρια ή το κάρο, που τότε ήταν τo κατεξοχήν μεταφορικό μέσο.
Στο σπίτι μας υπήρχε ο στάβλος με το «παχνί», ο χώρος όπου στεγάζονταν τα υποζύγια και ο «αχυρώνας», όπου βρίσκονταν τα «σαμάρια» και τα διάφορα γεωργικά αντικείμενα και εργαλεία. Στους τοίχους του στάβλου έβλεπα πάντα «χαλκάδες» και μεγάλα καρφιά, όπου κρεμούσε ο πατέρας τα καπίστρια, τα λουριά, τις «ξύστρες», τα σχοινιά, τη σβάρνα και διάφορα άλλα αγροτικά εργαλεία.
Έβγαλε λοιπόν, ο πατέρας το άλογο από το στάβλο και το έζεψε στο κάρο. Σκούπισε μετά τα άχυρα από την καρότσα και έστρωσε μια κουρελού. Τοποθέτησε και δυο-τρεις ψάθινες καρέκλες για να καθίσουν η μάνα, η γιαγιά και κάποιες γειτόνισσες που θα ερχότανε μαζί μας, κι όλοι μαζί ανεβήκαμε επάνω στο κάρο και ξεκινήσαμε για το πανηγύρι.
Ο παππούς θα ερχότανε με το γαϊδουράκι του. Θα περνούσε πρώτα από το αμπέλι και μετά θα ερχότανε στην Παναγία να μας βρει.
Είχαν αρχίσει ήδη να περνάνε από το δρόμο τα πρώτα Τυρνιώτικα κάρα και να κατευθύνονται προς το δάσος της Παναγίας.
Το «μεγάλο» ταξίδι είχε ξεκινήσει, η χαρά μου ήταν απερίγραπτη. Δεν ήξερα τίποτα για το τι σημαίνει πανηγύρι, αλλά μέσα μου ένοιωθα την αίσθηση ότι θα είναι κάτι μαγευτικό.
Στο δρόμο προς την Παναγία υπήρχε πολύς κόσμος, που πήγαινε στο πανηγύρι, άλλοι με τα ζώα τους, άλλοι με τα κάρα και άλλοι πεζή. Μόνο κάποιοι νέοι στην ηλικία πήγαιναν με τα ποδήλατα και τα μηχανάκια τους.
Εγώ, ανυπόμονα ρωτούσα συνεχώς τον πατέρα, να μου εξηγήσει διάφορα, σχετικά με το πανηγύρι. «Πόσο μακριά είναι ακόμα, τι υπάρχει εκεί και από ποια ηλικία το θυμάται εκείνος;»
«Από μικρό παιδάκι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου», μου αποκρινόταν ο πατέρας και συνέχιζε. «Κάνε υπομονή, σε λίγο θα φτάσουμε και θα το δεις».
Κι εκεί, στα μισά της διαδρομής, με φώναξε και μου έδειξε τα φυλλώματα και τα δέντρα του δάσους, που φάνηκαν στον ορίζοντα. «Να εκεί πέρα στο δάσος είναι», μου είπε δείχνοντας με το χέρι του.
Ο καρόδρομος, γεμάτος λακκούβες και κουρνιαχτό, φάνταζε ατέλειωτος και μεγάλωνε την αγωνία και την ανυπομονησία μου. Κάποια στιγμή φτάσαμε στις παρυφές του δάσους της παναγίας και να, το ξωκλήσι φάνηκε, η καρδιά μου φτερούγισε και η λαχτάρα μου κορυφώθηκε. «Επιτέλους φτάσαμε!» είπα μέσα μου.
Τα τεράστια και αιωνόβια δέντρα, έστεκαν σαν παραταγμένοι γίγαντες, καλύπτοντας τον ουρανό με τα μεγάλα κλωνάρια τους  και τις πυκνές φυλλωσιές τους. Οι βελανιδιές, οι φτελιάδες, οι μέλιγοι κι άλλα πολλά περιστοιχισμένα από αναρριχώμενους κισσούς, πνιγμένα στα διάφορα θαμνώδη φυτά, ξεπρόβαλλαν πανύψηλα και έδιναν μια απόκοσμη ομορφιά στο κατάφυτο και πυκνό δάσος. Αριστερά από το εκκλησάκι της Παναγίας και μέχρι το βάθος του δάσους, που στην προέκτασή του κατέληγε σε μια μεγαλύτερη δασώδη έκταση, στο Λόγγο, ο χώρος έσφυζε από βλάστηση, καθώς ήταν γεμάτος από μεγαλόσωμα δέντρα και θαμνότοπους.
Το δάσος το αντιμετώπισα με δέος, αλλά μου φάνηκε οικείο, καθώς πολλές φορές το είχα συναντήσει στα παραμύθια του παππού και της γιαγιάς.
«Κάπου εδώ «συναντούσε, ο λύκος την Κοκκινοσκουφίτσα», κι «οι εφτά νάνοι τη χιονάτη». Κάπου εδώ τριγυρνούσε «ο φτωχός ξυλοκόπος του δάσους και η κακιά γριά μάγισσα». Κάπου εδώ έκοβε βόλτες και «η κυρά-Μάρω», η πονηρή αλεπού με την κολοβή ουρά της», έλεγα από μέσα μου.
Ο πατέρας κατεύθυνε το κάρο σ’ ένα ξέφωτο, που ήταν κατάλληλο για στάθμευση. Ξεπέζεψε και έδεσε το άλογο σε ένα δέντρο. Σιγά-σιγά κατεβήκαμε όλοι από το κάρο και άρχισαν οι χαιρετούρες με τους γνωστούς, συγγενείς και φίλους.
Μέσα σ’ όλη αυτή τη λαοσύναξη, οι πανηγυριστές επιδίδονταν σε χειραψίες και εναγκαλισμούς, ανταλλάσοντας ευχές όπως: «Χρόνια πολλά, βοήθειά σας», «να χαίρεσαι τον άντρα σου και τα παιδάκια σου», «η Παναγιά μαζί σας και του χρόνου με υγεία!».
Άνθρωποι κάθε ηλικίας, άντρες, γυναίκες, παιδιά, αναξιοπαθούντες, άρρωστοι κι ανήμποροι, ντόπιοι, επισκέπτες, αλλά και ξένοι από άλλα χωριά, είχαν καταφθάσει για να προσευχηθούν, με την ελπίδα,  να τύχουν της βοήθειας και της θείας χάρης της Παναγίας.
Ακροβολισμένοι, όπου μπορούσε ο καθένας, στον αύλειο χώρο της εκκλησίας, παρακολουθούσαν τον εσπερινό και συμμετείχαν με ευλάβεια και κατάνυξη στο θρησκευτικό γεγονός.
Το βλέμμα μου έπεσε επάνω στο καροτσάκι με τα διάφορα ψιλικά, παιχνίδια και ζαχαρωτά του Καραμελά. Ένας μικροπωλητής, που πολύ αργότερα έμαθα ότι ήταν από ένα διπλανό χωριό και έβγαζε το μεροκάματό του μ’ αυτή τη δουλειά, σε γιορτές, γάμους και πανηγύρια της γύρω περιοχής. Στο γραφικό πηδαλιούχο καροτσάκι του, έβλεπες, από ματζιούνια, καραμέλες, τσίχλες, μπισκότα… έως, σφυρίχτρες, σταυρουδάκια, δαχτυλίδια, βραχιόλια, μπάλες, κούκλες, αυτοκινητάκια και διάφορα άλλα παιχνίδια. Ένα καροτσάκι γεμάτο παιδικούς θησαυρούς, που σκόρπιζε τη χαρά σε μικρούς και μεγάλους.
Λίγο πιο πέρα στέκονταν και ο Αχιλλέας, ένας περιπλανώμενος, ανέστιος βιοπαλαιστής, που είχε στήσει κι αυτός το δικό του πάγκο και πωλούσε την πραμάτεια του. Είχε και αυτός καραμέλες, τσίχλες, παστέλια, μπισκότα, σοκολάτες, σφυρίχτρες, τσίγκινα βατραχάκια και εικονίτσες της παναγίας.
 «Αν είστε ήσυχοι και καλά παιδιά, λίγο πριν φύγουμε θα σας αγοράσω παιχνίδια», μας υποσχέθηκε ο πατέρας.
Κοίταξα ύστερα δεξιότερα και το μάτι μου έπεσε σε κάποιες ξύλινες παράγκες με κάτι πάγκους και τραπεζοκαθίσματα. Αυτές ήταν οι πρόχειρες υπαίθριες ταβέρνες του πανηγυριού, οι ψησταριές, όπως τις έλεγαν. Από πάνω υπήρχαν κρεμασμένες κάποιες λάμπες πυρακτώσεως λουξ για φωτισμό. Πιο δίπλα κάτι μεταλλικά βαρέλια γεμάτα πάγο, που είχαν μπουκάλια με αναψυκτικά, μπύρες, κρασιά για να διατηρούνται δροσερά.
Λίγο πιο πέρα και κοντά στη τουλούμπα τράβηξαν την προσοχή μου τα μεγάλα καζάνια και οι μάγειροι που ετοίμαζαν το φαγητό για τους προσκυνητές. Ήταν το υπαίθριο μαγειρείο.
Κατευθυνθήκαμε προς το εκκλησάκι της Παναγίας.
Δυο, τρεις ηλικιωμένες γυναίκες με μαύρα τσεμπέρια, έκαναν συνέχεια τον σταυρό τους. Μετά άρχιζαν τις μετάνοιες και έλεγαν διάφορες προσευχές. «Δόξα να χει η χάρη της, που μας δέχθηκε!» έλεγαν και επαναλάμβαναν.
Ένα κατσικάκι και δυο αρνάκια δεμένα στο πιο κοντινό δέντρο του ναού της Παναγίας έστεκαν καρτερικά και βέλαζαν που και που. «Τα έφεραν προσφορά στην εκκλησία κάποιοι προσκυνητές, που τα είχαν τάμα στην Παναγία», μας εξήγησε ο πατέρας.
Τη στιγμή εκείνη, μαζί με τα βελάσματα των αμνοεριφίων, ακούστηκε κάτι που έμοιαζε σαν παρατεταμένο ουρλιαχτό και κλάμα μαζί και είδα έναν άνθρωπο να κείτεται πεσμένος στο έδαφος, με σπασμούς σ’ όλο του το σώμα. Δυο τρεις άντρες είχαν σκύψει πάνω του και του έκαναν μαλάξεις, του έτριβαν τα χέρια και τα πόδια. Φαίνονταν να έχει απώλεια συνείδησης, αλλά σε λίγο συνήλθε και ηρέμησε.
«Πάλι σεληνιάστηκε ο φουκαράς ο Νικόλας», άκουσα να λέει η γιαγιά μου, φτιάχνοντας την μαντίλα της αγχωμένη και μας απομάκρυνε να μη βλέπουμε και φοβηθούμε.
Ήταν ένα επεισόδιο επιληπτικής κρίσης, όπως μου εξήγησε μετά η μάνα.
Αυτή ήταν μια εμπειρία πρωτόγνωρη, αφήνοντας ένα αίσθημα θλίψης και οίκτου για τον συνάνθρωπο, αποκαλύπτοντας παράλληλα την άλλη όψη της ζωής, πέρα από τις χαρές και τα πανηγύρια.
Είχαμε φτάσει έξω από τον ναό. Μπήκαμε μέσα, ανάψαμε ένας - ένας το κερί μας και ασπαστήκαμε την εικόνα της Παναγίας.
Μέσα στον ναό, ο ιερέας με τους ψαλτάδες τελούσαν την Ακολουθία του Εσπερινού και έψελναν τα Εγκώμια προς τιμήν της Υπεραγίας Θεοτόκου. Αυτό κράτησε αρκετή ώρα. Στη συνέχεια ακολούθησε η τελετή της αρτοκλασίας και στο τέλος όλοι οι πιστοί άρχισαν να ασπάζονται την εικόνα της Παναγίας και παίρνοντας αντίδωρο κατευθύνονταν προς το χώρο του υπαίθριου μαγειρείου.
Ένας - ένας, με τη σειρά οι προσκυνητές περνούσαν μπροστά από τη μαγειρεμένη φασολάδα, που είχε βράσει στα μεγάλα καζάνια και έπαιρναν το φαγητό, το οποίο διένειμαν συντονισμένα οι φιλόξενοι μάγειροι με τους βοηθούς τους.
Αραδιασμένοι σε μακρόστενα τραπέζια, κάθονταν παρέες - παρέες οι επισκέπτες, έτρωγαν το παραδοσιακό φαγητό και στη συνέχεια κατευθύνονταν στα τραπέζια των υπαίθριων ταβερνών.
Είχε νυχτώσει για τα καλά, οι λαμπτήρες των λουξ είχαν ανάψει και το λόγο τώρα είχαν τα όργανα, οι ανεπανάληπτοι παιχνιδιάτορες, το βιολί, το κλαρίνο και το λαούτο. Η ατμόσφαιρα του γλεντιού δεν άργησε να απλωθεί και να επιβληθεί στο χώρο. Τα δημοτικά τραγούδια έδιναν το δικό τους τόνο στο πανηγύρι και ταυτόχρονα άρχισαν και οι κύκλιοι παραδοσιακοί χοροί. Οι πανηγυριστές κατά παρέες έμπαιναν στο χορό, άντρες και γυναίκες και χόρευαν. Οι πιο μερακλήδες επιδείκνυαν με τις χορευτικές τους φιγούρες και τα σκέρτσα, τις ικανότητές τους στο χορό και ανταμείβανε τα όργανα, με τη χαρτούρα, δίνοντας δηλαδή χρήματα στους οργανοπαίχτες. Κάθε χορευτής, που έσερνε το χορό, κερνούσε τα όργανα, αλλά και για κάθε χορευτή κερνούσαν οι συγγενείς και φίλοι του, καθώς έτσι το επέβαλε το εθιμικό δίκιο.
Οι σερβιτόροι, με το ανοιχτήρι μπουκαλιών στο χέρι και μια πετσέτα στον ώμο, σερβίριζαν στις παρέες μπύρες, κρασιά, αναψυκτικά κοκορέτσι και σουβλάκια.
Το γλέντι κράτησε σχεδόν μέχρι τα μεσάνυχτα, ύστερα άρχισε σιγά-σιγά ο κόσμος να αραιώνει.
Κάποιοι, από τους προσκυνητές, έστρωσαν και ξάπλωσαν να κοιμηθούν μέσα στο ναό. Άλλοι έξω στρωματσάδα στα ξέφωτα του δάσους, είχαν απλώσει τις κουρελούδες και είχαν πέσει για ύπνο.
Σε ένα ξέφωτο του δάσους η γιαγιά με τη μάνα έστρωσαν και το δικό μας κατάλυμα.
Ήταν προαποφασισμένο ότι θα διανυκτερεύαμε στο χώρο, αφενός γιατί ήταν δύσκολο να επιστρέψουμε το βράδυ, αφετέρου γιατί θέλαμε να αξιοποιήσουμε την ευκαιρία να βιώσουμε μια βαθύτερη κατανυκτική βραδιά. Και εγώ τη βίωσα στο ακέραιο αυτή τη βαθειά κατάνυξη, όταν κατά τις προχωρημένες ώρες η ηρεμία και η σιγαλιά είχαν απλωθεί στο χώρο σαν πέπλο γαλήνης και επαφής με το θείο.
Είχαν ησυχάσει πλέον όλα τα πλάσματα της φύσης και μέσα στη νυχτερινή αύρα του δάσους, ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στη κουρελού, κοίταζα τον ουρανό κι έβλεπα ανάμεσα από τις φυλλωσιές των δέντρων να ξεχωρίζουν τα λαμπερά αστέρια. Ένοιωσα το νου μου να ταξιδεύει στην απεραντοσύνη του σύμπαντος.
Ήταν η ώρα της ανασκόπησης και του διαλογισμού. Μια αστραπιαία ενατένιση του νου με αφορμή όσα είχα βιώσει πρόσφατα την προηγούμενη ημέρα. Η σύζευξη του ανθρώπινου με το θείο, που τα λες και τα ακούς όλα με τη γλώσσα της σιωπής.
Από τότε θυμάμαι πως, πολλές φορές στη ζωή μου, όταν μου δίνεται η ευκαιρία, καταφεύγω σε διάφορες τέτοιου είδους ή παρόμοιες υπαρξιακές αναζητήσεις. Ο στοχασμός μπορεί συχνά να οδηγεί σε αδιέξοδα, αλλά χρησιμεύει στο να εντοπίζει κανείς τις αντιφάσεις και τις χίμαιρες. Ίσως ο άνθρωπος επιχειρώντας να εξημερώσει τους ανήκεστους καημούς της ύπαρξης, τη θνητότητα, τη μνήμη και τον άλογο πόθο της αθανασίας, να καταφεύγει εκεί.
Συνεπαρμένος λοιπόν, από το ταξίδι του νου, αλλά και μαγεμένος από τις εντυπώσεις του πανηγυριού και την κούραση της ημέρας ούτε κατάλαβα πότε με πήρε ο ύπνος.
Κατά τις 6 το πρωί πια, άρχιζε σταδιακά το ξύπνημα, αντικρίζοντας το εκπληκτικό τοπίο του δάσους, λουσμένο πλέον στο λαμπερό φως της ημέρας.
Οι γυναίκες ξεστρώνανε και μαζεύανε τα στρωσίδια και τις κουβέρτες. Καθάριζαν το χώρο και σε λίγο ο ιερέας και οι ψαλτάδες θα έπιαναν το πόστο τους. Οι μεγαλύτεροι και όσοι άντεχαν ακόμη, γερμένοι στα στασίδια και με κόκκινα μάτια, τιμούσαν την πρωινή πανηγυρική Θεία Λειτουργία.
Σιγά - σιγά, ανήμερα του πανηγυριού, άρχισαν να καταφθάνουν νέοι προσκυνητές, και να κατακλύζεται πάλι ο χώρος από κόσμο.
Οι μάγειροι ξανά στο πόστο τους για την παρασκευή του γιορτινού φαγητού. Η γαστρονομική πτυχή του πανηγυριού, ανήμερα της Παναγίας περιλάμβανε μπόλικο και γευστικό φαγητό, πρόβειο κρέας με κριθαράκι. Ο αρχιμάγειρας κάπου - κάπου ανακάτευε με την μεγάλη ξύλινη κουτάλα το φαγητό, έριχνε αλάτι και πιπέρι, δοκίμαζε λίγο με ένα κουτάλι και κάποια στιγμή αποφάσισε ότι ήταν όλα έτοιμα για τη διανομή. Δυο τρεις βοηθοί έκοβαν σε φέτες το ψωμί και μόλις θα τελείωνε η Θεία Λειτουργία, θα διένειμαν το φαγητό.
«Θα φάμε, αφού πρώτα κοινωνήσουμε και πάρουμε αντίδωρο», είπε η γιαγιά, «Η σημερινή ημέρα είναι μία από τις τέσσερις φορές του χρόνου, που οι Χριστιανοί μεταλαβαίνουν. Χριστούγεννα, Πάσχα, Αγίων Αποστόλων και σήμερα, της Παναγίας». Και κατευθυνθήκαμε πάλι προς το εσωτερικό του ναού για το μυστήριο της θείας κοινωνίας.
Η πανηγυρική θεία λειτουργία βρίσκονταν σε εξέλιξη. Κάποια στιγμή, προς το τέλος, τελούνταν το μυστήριο της θείας ευχαριστίας. Ο ιερέας με το δισκοπότηρο και το κουταλάκι στο χέρι, μεταλάμβανε έναν - έναν τους πιστούς. Έφτασε και η σειρά μου. Άνοιξα το στόμα… «Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού, “Δημήτριος”, το σώμα και το αίμα του Χριστού», άκουσα τον ιερέα να λέει και έλαβα τη μεταλαβιά. Η γιαγιά σκούπισε το στόμα μου με το μάκτρο, ένα κόκκινο μαντίλι που κρατούσε ο ιερέας και στη συνέχεια ακολούθησαν οι επόμενοι.
Βγαίνοντας από το ναό, έπρεπε τώρα να περάσουμε από τα καζάνια, να πάρουμε φαγητό. Μπήκαμε και εκεί στη σειρά και όταν φτάσαμε μπροστά στους μαγείρους, μας πρόσφεραν από ένα πιάτο φαγητό στον καθένα και μια φέτα ψωμί. Καθίσαμε σε έναν πάγκο όλοι μαζί και φάγαμε.
Τελειώνοντας το φαγητό, ο πατέρας σηκώθηκε, μας πήρε από το χέρι, εμένα και τον αδερφό μου και πήγαμε να βγάλουμε μια αναμνηστική φωτογραφία. Κάθισε αυτός σε μια καρέκλα πήρε στα δεξιά του τον αδερφό μου και αριστερά του εμένα και βγάλαμε την φωτογραφία. Δεν είχα καταλάβει περί τίνος πρόκειται, δεν ήξερα τι σημαίνει φωτογραφία. Μετά από μια βδομάδα, όταν εμφανίστηκε το φιλμ και έφερε τη φωτογραφία στο σπίτι ο πατέρας, τότε συνειδητοποίησα τι είχε συμβεί. Και βέβαια, μεγάλος πια, κατανόησα την προεξάρχουσα λειτουργία και τη σημασία της φωτογραφίας, που μπορεί να παραλληλιστεί με κιβωτό όπου αποτίθεται ανάγλυφα η μνήμη.
Αυτή ήταν μάλλον και η πρώτη αναμνηστική φωτογραφία της ζωής μου.
Εγώ όμως, το μυαλό μου το είχα στα παιχνίδια. Και πράγματι μετά τη φωτογράφιση, ο πατέρας μας έπιασε πάλι από το χέρι και μαζί με το αδερφό μου μας πήγε κατευθείαν στους μικροπωλητές. Βρεθήκαμε μπροστά στο μαγικό κόσμο των παιχνιδιών! Θυμάμαι την δυσκολία που είχα να αποφασίσω. Έπιανα το ένα παιχνίδι και άφηνα το άλλο. Τι να πρωτοδιαλέξω; Ήθελα να τα αγοράσω όλα, αλλά ήξερα ότι δεν υπήρχε αυτή η δυνατότητα. Ο πατέρας ήταν κάθετος.
 «Από ένα παιχνίδι θα πάρετε» μας είπε, «διαλέξτε ποιο θέλετε».
Τι να πρωτοδιαλέξεις;
Τελικά ο αδερφός μου επέλεξε ένα παιχνίδι από τον Αχιλλέα, ενώ εγώ προτίμησα ένα τσίγκινο βατραχάκι, που πατώντας το έλασμά του έβγαζε έναν παράξενο ήχο, «μπάκου- μπάκου - μπάκου».
Το λάτρεψα αυτό το παιχνίδι και μάλιστα αργότερα, μεγάλος πια, το αναζήτησα, το βρήκα στο Μοναστηράκι και το ξανά αγόρασα.
Κατ’ ενθουσιασμένος και απορροφημένος απ’ το παιχνίδι μου, ένοιωσα το χέρι του παππού στον ώμο μου, να με πιάνει και μαζί με τον αδερφό μου, να μας οδηγεί προς το μέρος του άλλου μικροπωλητή, λέγοντας, «Διαλέξτε, πάρτε κάτι κι από δω, ό,τι θέλετε».
Το απρόσμενο αυτό και ευχάριστο ξάφνιασμα του παππού, ενέτεινε τον ενθουσιασμό μου κι η προσοχή μου έπεσε τώρα επάνω στο καροτσάκι με το εμπόρευμα του Καραμελά. Έψαχνα πάλι να δω τι θα πάρω. Σε μια στιγμή είδα τον παππού να πιάνει στα χέρια του κάτι κιάλια, να τα βάζει στα μάτια του και να κοιτάζει τριγύρω.
Το βλέμμα μου καρφώθηκε στα χέρια του παππού. Αχ αυτά τα χέρια του παππού. Μ’ άρεσε πολύ να βλέπω τα χέρια του παππού. Πως άλλαζαν έκφραση, όταν έκοβε το ψωμί, όταν άγγιζε το μαχαίρι! Έτσι όπως ήταν ψημένα από τον ήλιο, με τις φλέβες πεταμένες έξω, μακριά δάχτυλα, νευρικά, όλο κίνηση και ζωή. Αγαπούσα τα χέρια του παππού. Τα πρόσεχα. Ένοιωθα τη μιλιά τους, τον αγώνα να εκφραστούν. Δεν είναι τα μάτια μόνο που μαρτυράνε την ψυχή μας, τα όνειρά μας. Είναι και τα χέρια μας.
Άρπαξα, λοιπόν, τα κιάλια από τα χέρια του παππού και τα έβαλα στα μάτια μου.
Κοίταξα και μέσα απ’ τους φακούς έβλεπα μεγαλύτερα και πιο κοντά τα αντικείμενα, απ’ ό,τι όταν τα παρατηρούσα με γυμνό οφθαλμό.
Αυτό μου φάνηκε θαυμάσιο! Εντυπωσιάστηκα και είπα με αποφασιστικότητα στον παππού. «Αυτό θα πάρω!»
Τα κρέμασα στο λαιμό μου, με το λουράκι που διέθεταν και γοητευμένος συνέχισα να σκοπεύω και να παρατηρώ τριγύρω. Δεν χόρταινα να κοιτάζω μέσα από τους φακούς και να διερευνώ τον χώρο με μια άλλη αίσθηση.
Διάλεξε κι ο αδερφός μου ένα παιχνίδι που του άρεσε και στη συνέχεια ο παππούς, πλήρωσε τον μικροπωλητή και γεμάτοι χαρά και ικανοποίηση κατευθυνθήκαμε προς το κάρο.
Το πανηγύρι έφτανε στο τέλος του. Ο πατέρας πήγε να ζέψει πάλι το κάρο κι όλη η οικογένεια ετοιμάστηκε για την επιστροφή στο χωριό φορτωμένοι με τις καλύτερες εντυπώσεις.
Εγώ ζήτησα την άδεια από τον πατέρα μου, να μ’ αφήσει να επιστρέψω στο χωριό με τον παππού. «Ρώτησέ τον», μου είπε «κι αν σε δέχεται, να πας».
Έτσι και έγινε. Ο παππούς δέχθηκε μετά χαράς να με πάρει μαζί του και τώρα θα επέστρεφα στο χωριό με το γαϊδουράκι του.
Το κάρο του πατέρα μου, μαζί με την υπόλοιπη οικογένεια, ξεκίνησε για την επιστροφή στο χωριό.
Ταυτόχρονα κι ο παππούς, σαμάρωσε το γαϊδουράκι, έριξε επάνω τη κουβέρτα, φόρτωσε εμένα πισωκάπουλα, καβάλησε κι αυτός το τετράποδο και ξεκινήσαμε το δρόμο της επιστροφής όλο χαρά και ικανοποίηση, διατηρώντας τις καλύτερες εικόνες και αναμνήσεις απ’ τη γιορτή.
Το αργό και υπομονετικό γαϊδουράκι ξεκίνησε την πορεία του στον χωματόδρομο μόνο του, καθώς την είχε ξανακάνει κι άλλες φορές και τη γνώριζε.
Γύρισα και κοίταξα για τελευταία φορά το ξωκλήσι της Παναγίας, το αποχαιρέτησα και αφοσιώθηκα στην ενδιαφέρουσα καβάλα του τετράποδου. Είχα αφεθεί πάνω στα καπούλια του και λικνιζόμουν με το ρυθμικό βηματισμό του.
Το γαϊδουράκι προχωρούσε ανάμεσα στις ροδοσιές, που είχαν χαράξει τα κάρα στο χωματένιο δρόμο. Κοίταζα κάτω το έδαφος με ένα απλανές βλέμμα, εστίαζα στο χώμα και με τις άκρες των ματιών μου έβλεπα στο πλάι τα χόρτα και τα δέντρα να κινούνταν όλα προς τα πίσω. Κοίταζα τον κουρνιαχτό, που σήκωναν τα ποδοβολητά του ζώου και ένοιωθα τα δέντρα να κυνηγιούνται πίσω μου και τα κλαριά να μην προφταίνουν να με χαϊδέψουν. Μέσα σ’ αυτό το παιχνίδι της οφθαλμαπάτης και του νου βυθιζόμουν σε διάφορες σκέψεις.
Κάποια στιγμή, ρώτησα τον παππού.
«Παππού εσύ από πότε το θυμάσαι αυτό το Πανηγύρι;»
«Από μικρό παιδάκι, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου», μου απάντησε.
Έστριψα το βλέμμα μου στο έδαφος και βυθίστηκα πάλι στις σκέψεις μου.
Κάπου μακρύτερα ακούγονταν γαβγίσματα σκύλων και κουδούνια από πρόβατα.
Έπιασα τα κιάλια, που κρέμονταν στο στήθος μου, τα έφερα στα μάτια μου, σκόπευσα και διερεύνησα τριγύρω το τοπίο. Ύστερα από λιγόλεπτη σιωπή ξαναρώτησα τον παππού.
«Γιατί όλος αυτός ο κόσμος πηγαίνει στο πανηγύρι;»
«Γιατί λένε πως η Παναγία κάνει θαύματα και απαλύνει τον ανθρώπινο πόνο. Κι όλοι οι άνθρωποι ελπίζουν στη βοήθειά της» απάντησε αργά και ήρεμα ο παππούς.
«Παππού, εσύ πιστεύεις στα θαύματα;» ξαναρώτησα.
«Εγώ πιστεύω πως η ζωή, η ίδια είναι ένα θαύμα. Όταν μεγαλώσεις, θα καταλάβεις κι εσύ τι είναι θαύμα».
«Καλά», είπα μέσα μου, «μέχρι να μεγαλώσω, έχουμε καιρό».
Δεν ξέρω γιατί, αλλά με τον παππού είχαμε πάντα ένα δικό μας κώδικα συνεννόησης, επικοινωνίας και αλληλοεκτίμησης. Ήταν ο πιο θαυμαστός άνθρωπος ανάμεσα σ’ όλους τους άλλους που γνώριζα. Η δράση του ήταν τόσο έντονη στις πρώτες παιδικές μου εντυπώσεις, ώστε επηρέασαν όλη τη μετέπειτα ζωή μου.
«Παππού, ήθελα να σε ευχαριστήσω για το παιχνίδι, που μου αγόρασες» του είπα.
«Δεν χρειάζεται να με ευχαριστήσεις» είπε ο παππούς, «όμως πρέπει να ξέρεις πως κάποτε τη θέση των παιχνιδιών θα πάρουν τα όνειρα και η μάταια αγωνία να τα ζήσεις. Κι αν τύχει, τώρα που είσαι παιδί και σου χαλάσει ένα παιχνίδι και στεναχωρηθείς, να ξέρεις ότι αυτό μπορεί να διορθωθεί. Όταν όμως μεγαλώσεις θα είναι βαρύ κι αβάσταχτο να ξέρεις ότι κάποιες σκιές στα μάτια σου μπορεί να μην παίρνουν διόρθωση. Κι αυτό είναι μία από τις αλήθειες, που πρέπει να γνωρίζεις».
«Και τι είναι η αλήθεια παππού;» ρώτησα.
«Η αλήθεια είναι σύμφυτη με την ζωή. Η αλήθεια του καθένα είναι η ίδια του η ζωή. Η ζωή είναι το Θαύμα και η Αλήθεια είναι το φάρμακο στο τραύμα».
«Δηλαδή, τι εννοείς;» ξαναρώτησα διψασμένος για βεβαιότητες.
«Τις αλήθειες πρέπει μόνα τους να τις κερδίζουν τα παιδιά», μου αποκρίθηκε με μια στοχαστική διάθεση και συνέχισε. «Αγώνας είναι η ζωή για την αλήθεια και για το ψωμί… Να ’χεις ό,τι σου χρειάζεται, για να ζήσεις καλά. Να μη ζητάς πράγματα που δεν είναι στη δύναμη σου να τ’ αποκτήσεις. Δεν ξέρω αν αυτό είναι η ευτυχία, όμως εκεί είναι λιγότερος πόνος. Κάθε άλλο, έξω απ’ αυτό πληρώνεται ακριβά. Και ’γω δεν θα ’θελα, δεν θα το άντεχα να δω τον εγγονό μου να πληρώνει τη χαρά του».
Αυτό με μπέρδεψε για λίγο. Από τη μία μου φαινότανε πολύ σοφό κι από την άλλη ένοιωθα πως ο παππούς μου είναι δειλός. Και σαν να διάβασε τη σκέψη μου, συνέχισε λέγοντας.
«Δεν είμαι δειλός, δεν φοβάμαι την ευτυχία. Τον πόνο φοβάμαι. Όλοι οι άνθρωποι φοβούνται τον πόνο… Γι’ αυτό άλλωστε καταφεύγουν και στη βοήθεια της Παναγίας», μού απάντησε και κάπου εκεί, στα μισά του δρόμου, στην Παλιομάνα, αλλάξαμε πορεία, στρίψαμε λίγο αριστερά προς τη δέση του Παπατσέτσου και κατευθυνθήκαμε προς το αμπέλι.
Εκεί στη δέση του Παπατσέτσου, που την παρέστεκε ένας θεόρατος πλάτανος, κατέβηκε ο παππούς και πότισε το γαϊδουράκι με νερό από τη φλέβα. Ύστερα έψαξε και βρήκε ένα ρηχό μέρος – πέρασμα. Διασχίσαμε τη φλέβα και περάσαμε απέναντι. Μετά από τριακόσια περίπου μέτρα φτάσαμε στο αμπέλι. Θυμήθηκα πως, σ’ αυτό το αμπέλι είχα ξαναπάει. Κατέβηκα από το γαϊδουράκι και έτρεξα κατευθείαν στη δραγασιά. Αυτή η δραγασιά ήταν κατασκευασμένη περίτεχνα, με κορμούς δέντρων και πλεγμένη με κλαριά. Την είχε φτιάξει με τα χέρια του ο παππούς, για να κάθεται και να φυλάγει το αμπέλι από τους κλέφτες και τις καρακάξες.
Έβαλα τα κιάλια στα μάτια μου και παρατηρούσα περιφερειακά όλο το αμπέλι.
Το αμπέλι ήταν κατάφορτο από κατακόκκινα και ζουμερά σταφύλια και έδινε την αίσθηση της ευφορίας, της αφθονίας κι ευωχίας ενόψει του επικείμενου τρυγητού, της συγκομιδής και παρασκευής του πεντανόστημου κρασιού που μόνο ο παππούς ήξερε να φτιάχνει.
Ο παππούς έβγαλε το σουγιά του, πήρε μια σακούλα και έκοψε μερικά τσαμπιά σταφύλια, γέμισε τη σακούλα και τη φόρτωσε στο σαμάρι. Ύστερα διάλεξε ένα τσαμπί με κόκκινες ζουμερές ρώγες και μου το ’δωσε.
 «Φέτος η χρονιά ευνόησε το αμπέλι, θα κάνουμε καλό κρασί», είπε με μια φωτεινότητα στο πρόσωπό του. «Και να ξέρεις» συνέχισε, «ότι εκείνος που πίνει και μεθάει από το κρασί, λέει με την θέλησή του κάθε αλήθεια. Όπως κι εκείνος που μεθάει από το λόγο του Θεού, δεν λέει ποτέ ψέματα. Γι’ αυτό το λόγο, όσο ζω θα περιποιούμαι αυτό το αμπέλι, θα το προσέχω και θα το φυλάγω σαν τα μάτια μου!»
Άκουγα τον παππού να μου λέει όλες αυτές τις υπέροχες κουβέντες και ένοιωσα μέσα μου μια πληρότητα και μια περηφάνια. Τον κοίταξα κατάματα και ήθελα να τον χειροκροτήσω. Έβγαλα ασυναίσθητα το τσίγκινο βατραχάκι από την τσέπη μου κι άρχισα να πατάω το μεταλλικό έλασμα με ενθουσιασμό, έτσι ώστε να ακούγεται ο ήχος δυνατά και παρατεταμένα, σαν χειροκρότημα «μπάκα, μπάκα, μπάκα…»
Εκείνη τη στιγμή δυο τρομαγμένες καρακάξες ξεπετάχθηκαν μέσα από το αμπέλι και χάθηκαν στον ορίζοντα.
Ο παππούς χαμογέλασε, με κοίταξε τρυφερά, έτριψε με το χέρι του το κεφάλι μου και μου είπε. «Έχουν κι αυτές το μεράδι τους, στη σοδειά του βιός».
Έπιασε μετά τα λουριά του γαϊδουριού και είπε. «Άντε, πάμε σιγά, σιγά».
Ανεβήκαμε στο τετράποδο και κινήσαμε για το χωριό.
Το γαϊδουράκι πήρε τον γνώριμο δρομάκο του, ο παππούς άναψε τσιγάρο και μέχρι να το τελειώσει, είχαμε φτάσει στο ζευγαρολίβαδο.
Λίγη απόσταση είχε απομείνει ακόμα μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι.
Κι εγώ σκεφτόμουνα πως το πανηγύρι σε λίγο θα είχε τελειώσει. Το ταξίδι θα είχε ολοκληρωθεί και μέχρι να ξεκινήσει το επόμενο, έπρεπε να φροντίσω και να τοποθετήσω στον διαθέσιμο χώρο των αποσκευών μου πάρα πολλά πράγματα: Το κομποσκοίνι των αποριών μου, τον αναμηρυκασμό των σκέψεών μου, το γαϊτανάκι γύρω από τα διαρκή υπαρξιακά αινίγματα, που αφορούν το πώς θυμόμαστε και τι, την αντικειμενική και την υποκειμενική φύση της πραγματικότητας, την αφετηρία και το τέλος των πραγμάτων…

Ενόψει του επόμενου ταξιδιού, έξω εκεί στον κόσμο, θα μου χρειαζότανε…


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου