Τετάρτη 13 Αυγούστου 2025

«Η στιγμή που θυμήθηκες τη ζωή». (Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα)

  Ένα διήγημα για τη στιγμή που ξεχνάς τους κανόνες – και θυμάσαι τη ζωή.

Ήταν αρχές του Αυγούστου, όταν ο καύσωνας είχε φτάσει στο αποκορύφωμά του. Ο ήλιος έκαιγε ανελέητα τα κεραμίδια των σπιτιών και τα φύλλα στα δέντρα έμοιαζαν να ψιθυρίζουν προσευχές για μια στάλα δροσιάς. Στη μικρή μας πόλη, τα μεσημέρια αυτά είχαν μια παράξενη σιγή — σαν να κρατούσε όλος ο κόσμος την ανάσα του, περιμένοντας κάτι να σπάσει τη στασιμότητα.

Η κόρη μου, έγκυος στον ένατο μήνα στο δεύτερό της παιδί, μου τηλεφώνησε μαζί με την τρίχρονη εγγονή μου. «Να πάμε μια βόλτα κάπου που να έχει δροσιά; Ένα καφέ, λίγο παιχνίδι, να ξεσκάσουμε;»

Δεν ήθελα πολλά. Ένα βλέμμα στην Εύα, που με κοίταξε με εκείνα τα στρογγυλά, γεμάτα ζωή μάτια, και ήμουν έτοιμος.

«Πάμε στο Φρούριο», πρότεινα. «Έχει σκιά, ωραίο αναψυκτήριο. Και μια λιμνούλα — για τα μάτια μας, όχι για μπάνιο.»

Ανεβήκαμε με το αυτοκίνητο, και σε λίγα λεπτά βρισκόμασταν κάτω από το ιστορικό ρολόι του κάστρου των Τρικάλων, σ’ έναν από τους πιο γραφικούς και παλιούς χώρους της πόλης. Το αναψυκτήριο ήταν σχεδόν άδειο, η λιμνούλα έλαμπε στον ήλιο και τα σιντριβάνια της χόρευαν χαρούμενα πάνω στην επιφάνεια του νερού. Δεν είχε πολύ βάθος — είκοσι εκατοστά το πολύ — μα ήταν αρκετό για να μαγέψει ένα παιδί.

Καθίσαμε σ’ ένα τραπέζι κοντά στη λιμνούλα, κάτω από τη σκιά ενός πλατάνου. Η κόρη μου έγειρε στην καρέκλα, κουρασμένη μα ευτυχισμένη. Η Εύα όμως δεν κρατιόταν. Πλησίασε το νερό και με κοίταξε με βλέμμα παρακλητικό.

«Παππού, πάμε στη λιμνούλα! Να δω το σιντριβάνι από κοντά!»

Περπατήσαμε χέρι-χέρι μέχρι την εξέδρα στη μέση της λιμνούλας — μια χαμηλή τσιμεντένια κατασκευή, ασφαλής, με κάγκελα ολόγυρα. Η Εύα γύριζε γύρω-γύρω, τραγουδούσε, κουνούσε το καπέλο της στον αέρα.

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Το τελευταίο παραμύθι

 

Το φως του πρωινού ήταν θολό εκείνη τη μέρα. Όχι από τον καιρό, μα από κάτι πιο λεπτό, πιο άυλο — σαν να γνώριζε ήδη η μέρα το βάρος που θα κουβαλούσε. Η μητέρα δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Ζαλίζομαι», είπε, και η φωνή της έμοιαζε μ’ εκείνες τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου που δεν θες να τελειώσει, αλλά καταλαβαίνεις πως πλησιάζει στο τέλος του.

Τέσσερα χρόνια είχε πιασμένο το βλέμμα της στα σύννεφα της λήθης. Από τότε που έφυγε ο πατέρας — ο Αντώνης της — κάτι μέσα της έσπασε ήσυχα, χωρίς φωνή. Μόνο η απουσία του ήταν εκεί, καθαρή, σαν φρέσκος πάγος πάνω στην καρδιά της. Η άνοια δεν την άλλαξε αμέσως· την πήρε κομμάτι-κομμάτι, σαν παιδί που μαδάει ένα λουλούδι, ένα πέταλο τη φορά.

Την πήγαμε στο Νοσοκομείο. Τρεις μέρες την κράτησαν. Την τελευταία νύχτα, έμεινα κοντά της. Το φως χαμήλωνε στις γρίλιες του θαλάμου, τα μηχανήματα αναστέναζαν ρυθμικά, και η μητέρα — ανήσυχη, μισή εδώ και μισή αλλού — ζητούσε διαρκώς να πάει στην τουαλέτα. Ήξερα πως της είχαν βάλει καθετήρα, αλλά το αίτημα ερχόταν ξανά και ξανά, σαν ανάμνηση από ένα σώμα που ακόμα ήθελε να νιώσει πως υπήρχε.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Οι λασπωμένοι δρόμοι του χωριού

Οι λασπωμένοι δρόμοι του χωριού είναι εικόνα και αίσθηση βαθιά ριζωμένη στην παραδοσιακή ζωή του τόπου μας. Η ετυμολογία της ονομασίας του χωριού «Βαλτινό», οφείλεται στη μορφολογία του εδάφους, καθότι στην περιοχή, παλαιότερα υπήρχαν τέλματα (βαλτότοποι, βάλτοι). Έτσι, η μορφολογία του εδάφους, μαζί με τις βροχές που έπεφταν ασταμάτητα, ευνοούσαν τη δημιουργία της λάσπης, που κάλυπτε τους δρόμους και δυσκόλευε κάθε βήμα.

Αυτοί οι δρόμοι, με τη γραφικότητά τους και το «άχθος αρούρης», θυμίζουν μία εποχή που δεν είχε παραδώσει την αμεσότητα της φύσης στον εκσυγχρονισμό.