Πέμπτη 14 Ιουλίου 2022

Κριτική βιβλίου του Δημήτρη Τσιγάρα στην ποιητική συλλογή: «Σύναξη (σε μουσικές και ρίμες)», του Γιώργου Ευθ. Λούκα


Ο Γιώργος Λούκας με την έκδοση της δεύτερης ποιητικής συλλογής του, που φέρει τον τίτλο «Σύναξη σε μουσικές και ρίμες», επιβεβαιώνει ότι βρίσκεται σταθερά σε καλό δρόμο καθώς η ποίησή του έρχεται να μας θυμίσει τη χαμένη μας αθωότητα, τη χαμένη μας χαρά, το ξεχασμένο παιδικό τραγούδι.

Είχε προηγηθεί η έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, με τίτλο «Σπουδές σε μέτρα και ομοιοκαταληξίες», που κυκλοφόρησε το 2016.

Με την δεύτερη ποιητική του συλλογή, που εκδόθηκε τον Ιούλιο του 2022, ο Γιώργος Λούκας μας προσφέρει 36 νέα ποιήματα, τα οποία έχουν στο σύνολό τους έμμετρη και ομοιοκατάληκτη μορφή, με φροντισμένη και αξιοπρόσεχτη πολυτυπική ρήμα.

Οι στίχοι πηγάζουν από μία λεπτή ευαισθησία, μέσα από τα θεματικά του κέντρα,  που είναι: ο έρωτας, ο πόθος, ο πόνος, η προσμονή, η ανάμνηση, η νοσταλγία, η μουσική, το μεράκι και τροφοδοτούν την ποιητική του φλέβα.

Αποπειράται να συνθέσει, να δομήσει και να ολοκληρώσει τις ιδέες του, να συνταιριάξει λέξεις, νοήματα, ρυθμούς, αξιοποιώντας τα συστατικά στοιχεία της ποιητικής του σκέψης.

Άλλωστε στη μοναχική συνθήκη της ποίησης, η ποιότητα παράγεται αποκλειστικά από την αναμέτρηση του ποιητή με το υλικό του.

Λειαίνει το υλικό του με την κατασταλαγμένη τεχνική του έμπειρου και αυστηρού δημιουργού και επιδιώκει τη συμφωνία και την αρμονία της μορφής του έργου του.

Έτσι η επιτυχημένη εξισορρόπηση του πληθωρικού συναισθήματος με τον λιτό λόγο, αποτελούν τα ιδανικά στοιχεία που αναδεικνύουν τον λυρισμό της ποίησής του.

Το εκφραστικό ιδίωμα διεκδικεί την παρουσία του με άνεση κι αυτοπεποίθηση. Ο Γιώργος Λούκας δείχνει να μην φοβάται τη γλώσσα. Συνήθως οι ντοπιολαλιές ενοχλούν. Στην ποίηση του Γιώργου Λούκα συμβαίνει το αντίθετο. Οι λεκτικοί τύποι της ιδιαίτερης πατρίδας του είναι τόσο σοφά γωνιασμένοι μέσα στους στίχους του, ώστε αντί να απωθούν τον αναγνώστη, τον παρασέρνουν στο ιδιότυπο σύμπαν τους.

Περιδιαβαίνοντας την ποιητική συλλογή και αναζητώντας το πλήρες νόημα κάθε στίχου, από το πρώτο κιόλας ποίημα, μας προϊδεάζει για μια συναισθηματική περιπλάνηση στο όνειρο. 

Ενδεικτικά, στο ποίημα «Όνειρο» (στη σελίδα 7), η συνθετική δομή του το θέλει να είναι  φορτωμένο με ανείπωτες χαρές και συναισθήματα, που αναβλύζουν από τα βάθη της καρδιάς και αναζητούν την έκφρασή τους. Με πρόσχημα την προτροπή, την ευχή και την προσδοκία, συνυφαίνει το ονειρικό με το πραγματικό και δημιουργεί μια ποθητή θάλασσα, όπου μέσα της συμπλέει η ωκεάνια αίσθηση, η μουσικότητα και ο παλμός του ονείρου.

Στο ποίημα «Έρωτας πλατωνικός» (στη σελίδα 13), η ποιητική ιδέα εξελίσσεται και κορυφώνεται αποκαλυπτικά στο τρίτο πεντάστιχο. Εκφράζοντας άμεσα τα συναισθήματα, αναπολώντας κι αναστοχάζοντας την φρεσκάδα της νιότης, τους δισταγμούς, τις αναστολές και τους φόβους του ανεκπλήρωτου έρωτα, που έσβησε και χάθηκε για εκείνα, που έπρεπε να γίνουν και δεν έγιναν.

Στο ποίημα «Μικρούλα ελπίδα» (στη σελίδα 25), που είναι ένα ολιγόστιχο, όμορφο και τρυφερό, αλλά βαθύ σε νόημα ποίημα, (το οποίο θα μπορούσε, κατά τη γνώμη μου, να αποτελέσει και τον τίτλο θέματος σε έκθεση των πανελλήνιων εξετάσεων), το εύρος της ποιητικής του ιδέας χαρακτηρίζεται από την αλήθεια, το βάθος, τη διαχρονικότητα, και την οικουμενικότητά της:

«Κρατώ βαθιά μες στην καρδιά μου

τη μικρούλα ελπίδα

πως τρεμοπαίζει θέ μου

ίδια όπως η φλόγα από το κεράκι

στην πνοή του ανέμου».

Η πνοή του ανέμου -ως δοσολογία παραμέτρων- καθίσταται ο ρυθμιστικός παράγοντας της διατήρησης της φλόγας. Αν δυναμώσει η πνοή του ανέμου σβήνει η φλόγα της ελπίδας. Αν πάψει εντελώς να υπάρχει ο άνεμος, πάλι σβήνει η φλόγα.

Kατ’ αντιστοιχία θα μπορούσε να παραλληλιστεί με τον στίχο: «Σε γνωρίζω από την κόψι του σπαθιού την τρομερή», του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», του Διονυσίου Σολωμού, όπου η ελπίδα των Ελλήνων, ισορροπεί πάνω στην κόψη του σπαθιού και τρεμοπαίζει σαν την φλόγα του κεριού, στο έλεος της πνοής του ανέμου.

Στα ποιήματα «Τραγούδια απ’ τα παλιά», «Θλίψη» και «Ξέσπασμα» που έχουν την ίδια εννοιολογική βάση, η συνθετική τους δομή βασίζεται στις μουσικές αναμνήσεις και στα συναισθήματα της νοσταλγίας, του πόθου, της αγάπης και της προσμονής.

Δεν περνάει απαρατήρητη και η εκφραστική σε ύφος παιδικού τραγουδιού, ώστε με τον υπαινικτικό αυτόν τρόπο να θέσει σοβαρά φιλοσοφικά ζητήματα, όπως στο ποίημα «Φενάκη» (στη σελίδα 54).

Θα μπορούσε η αναφορά και η ανάλυση της ποιητικής συλλογής «Σύναξη σε μουσικές και ρίμες», του Γιώργου Λούκα να είναι πιο ενδελεχής και πιο εκτεταμένη. Όμως πρέπει να αφεθεί η δυνατότητα στον αναγνώστη, να συνάξει-συλλέξει ο ίδιος την δική του γύρη και να παράξει το δικό του μέλι!

Άλλωστε μας το υποδηλώνουν παραινετικά κι οι στίχοι του ποιήματός του: «Στης μέλισσας τον βόμβο» (στη σελίδα 34)

…«Εκεί στης μέλισσας τον βόμβο,

θα μοιραστούνε τα φιλιά

και τ’ αγεράκι από το λόγγο

θα σας χαϊδεύει τα μαλλιά…

 

…Κι από παιχνίδι σε παιχνίδι

αύριο σ’ ονείρων κορυφές

πόθος βαθύς, καλό ταξίδι

να τις γνωρίσετε κι αυτές»…

 

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

Κριτική βιβλίου. «Το βότσαλο που δακρύζει» του Κωνσταντίνου Ε. Κατσαρού

 

«Το βότσαλο που δακρύζει» είναι η δεύτερη ποιητική συλλογή του συγγραφέα – ποιητή, Κωνσταντίνου Ε. Κατσαρού που εκδίδεται και συγκεντρώνει 34 πεζοποιήματα γραμμένα σε βάθος χρόνου. Είχε προηγηθεί το 2016 η ποιητική συλλογή του με τον τίτλο «ΣΤΑΛΑΚΤΙΤΕΣ», χωρίς να υπάρχει αρχικά, η διάθεση να τα εκθέσει στο ηδονοβλεπτικό βλέμμα του αναγνωστικού κοινού.

Τώρα πλέον τα ποιήματα προσφέρονται απλόχερα σε όποιον θέλει να τα πλησιάσει, να βυθιστεί σε αυτά, να τα αποκρυπτογραφήσει ή να τα πάρει κατά γράμμα.

Γιατί πέρα από κάθε άλλη ανάλυση, η ποίηση εδώ προσφέρεται στην καθαρή της μορφή, λιτή, σαφής, φωτεινή, βαθιά, χωρίς λεκτικές ακροβασίες ή κινήσεις εντυπωσιασμού.

Πολλά από τα πεζοποιήματά του είναι συμβαντολογικά κείμενα και χαρακτηρίζονται από ένα απρόσμενο, ιδιότυπο ποιητικό πνεύμα, που μέσα από την φαινομενική απλότητά τους, ο ποιητής αποκαλύπτει με δέος τις έννοιες των ιδεών. Επινοεί έναν κόσμο πού επανεκτιμάται διαρκώς όχι μόνο για όσα καταλείπει, αλλά και για όσα λέει, υπονοεί, ψιθυρίζει και απελευθερώνει ως φτερουγίσματα ή νεύματα. Τα ποιήματά του γίνονται υποκείμενα μιας δράσης υπόκωφης, που αντιμάχονται το φαντασιακό με το πραγματικό και στοχεύουν στον πυρήνα των ευαίσθητων χορδών της συνείδησης του αναγνώστη. Άλλωστε εκεί που λιγοστεύει η πραγματικότητα θάλλει η ποίηση.

Φέροντας μία γερή ψυχαναλυτική σκευή, αλλά χωρίς αυτή να εμφανίζεται πουθενά στο προσκήνιο, προσφέρει μία ενδελεχή ματιά πάνω στα πράγματα.

Από το πρώτο κατά σειρά ποίημα της συλλογής, με τίτλο «ποιητικό αίτιο», ο ποιητής αποκαλύπτει και επισημαίνει τις αφετηρίες και τις γενεσιουργές αιτίες του ποιητικού του οίστρου: «υπάρχει μέσα μας ένα απέραντο λιβάδι όπου απλώνουμε και φυτεύουμε τα συναισθήματά μας, τις χαρές μας, τις λύπες μας, τις σκέψεις μας, τα βιώματά μας, τα πιστεύω μας, τις ανησυχίες μας, τα πάθη μας, τους οραματισμούς μας…».

Το λιβάδι ανθίζει και καρπίζει, τα όνειρα ζητούν την πραγμάτωσή τους. «Ανάβεις το φως  που θα φωτίσει την άβυσσο του κόσμου… αναμένεις υπομονετικά την καθαρότητα και την επιβεβαίωση της μακρινής αλήθειας των μυστηρίων της ζωής».

Τα άγουρα χρόνια της νιότης μορφοποιούν και γαληνεύουν τα ποτάμια στις εκβολές τους. Οι τριβές της ζωής στρογγυλοποιούν το άμορφο βότσαλο, το παιδεύουν και το δίνουν εύμορφο σχήμα.

Αλλά κι ο ίδιος ο ποιητής σμιλεύει το έργο του, το βότσαλο που δακρύζει, με το επίμονο κύμα της τέχνης του και το βολοδέρνει απ’ εδώ κι από ’κει για να πλάσει τη μορφή του.

Ο Κωνσταντίνος Κατσαρός, ιερουργώντας σε μια μυσταγωγία, θαρρείς πως σκάβει βαθιά σε αθέατες πλευρές ενός κοινού υποσυνείδητου και επιχειρεί, εκτός από την αυτοπραγμάτωσή του, να κοινωνήσει και τις ιδέες του.  Έχεις την αίσθηση ότι ψάχνει να βρει έναν δρόμο, τον δικό του δρόμο. Ένα νόημα για να πορευτεί, ένα κριτήριο ασφαλείας για να ξεχωρίσει την αλήθεια από το ψέμα, να διακρίνει το μέρος και το όλον, το υψηλό και το ευτελές, την ομορφιά και την ασχήμια. Και το επιχειρεί μέσα από την μόρφωση, την επιμέλεια της μορφής του προσώπου και της καλλιέργειας της ψυχής.

Στο ποίημα «κοινός κώδικας» καταξιώνει την γλώσσα χωρίς λέξεις, τη γλώσσα του σώματος, των αισθήσεων και του αισθήματος.

Στα ποιήματα «ανοίξτε τα σπίτια σας» και «δεν χάθηκαν όλα», που έχουν την ίδια εννοιολογική βάση, προτρέπει με επαναλαμβανόμενες παραινέσεις, την ανάγκη αλλαγής και διαμόρφωσης του ανθρώπου, περνώντας μέσα από δοκιμασίες και πόνους, ώστε να καταλήξει στην θέωση. Έστω κι αν αυτό είναι ουτοπία, έστω κι αν αυτό είναι αδύνατο, «Αλλά τι μεγάλο έγινε χωρίς τη μαγεία της ουτοπίας, χωρίς τη συντριβή του αδύνατου;» διερωτάται ρητορικώς ο ποιητής.

Το υψηλό ζητούμενο στην εποχή μας θεωρείται η μετριότητα, η ισότητα, το ίσωμα. Όχι η ανηφόρα, όχι η κατηφόρα. Απ’ την ώρα όμως που βγάζεις από την πορεία σου τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, που αφαιρείς δηλαδή από τις προσδοκίες σου, τη θυσία, τον πόνο, τον κόπο, τον μόχθο, ο δρόμος γίνεται μονόδρομος στον μηδενισμό και στο τίποτα.

Όμως θέλει το δάκρυ της, η ευμορφία του βότσαλου!

 «Το βότσαλο που δακρύζει» είναι ένα παλίμψηστο από επιθυμίες, συγκρούσεις, ματαιώσεις, απουσίες, πένθη και προπάντων φωνές σαν χαρακιά στην πέτρα της μνήμης.

Πρόκειται για ποιήματα που ανοίγουν δρόμους, που δείχνουν τρόπους και που σε κάποιες περιπτώσεις αποτολμάται και το κούνημα του δακτύλου για να συνετίσει και να διδάξει.

Είναι ένα βιβλίο που αναμφισβήτητα θέτει ερωτήματα, δίνει απαντήσεις και μπορεί να διδάξει και να εμπνεύσει νέους δημιουργούς.

Δημήτρης Τσιγάρας