Παρασκευή 29 Σεπτεμβρίου 2023

Η λάμπα πετρελαίου με το λαμπόγυαλο

Τότε που δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στα χωριά μας, ο φωτισμός των σπιτιών γινόταν με λάμπες πετρελαίου, αυτές με το φυτίλι και το λαμπόγυαλο.

Η λάμπα πετρελαίου ήταν συνήθως αναρτημένη στον τοίχο του δωματίου, στηριγμένη σε καρφί, από την μεταλλική λαβή της. Αποτελούνταν από μια κυλινδρική γυάλινη βάση - δοχείο όπου περιείχε πετρέλαιο. Στην κορυφή της βάσης ήταν προσαρμοσμένος ένας μεταλλικός μηχανισμός διαχείρισης του φυτιλιού, ενώ πάνω στον ίδιο αυτόν μηχανισμό στηρίζονταν και το λαμπόγυαλο. Η μία άκρη του φυτιλιού ξεκινούσε από το στόμιο του μηχανισμού διαχείρισής του και η άλλη κατέληγε βυθισμένη στο πετρέλαιο της βάσης. Η ρύθμιση (αυξομείωση της έντασης) του φωτός, γινόταν με το χειρισμό μιας ροδέλας με την οποία μετακινούνταν το φυτίλι, πάνω – κάτω.

Η λάμπα λειτουργούσε συνήθως με κατεβασμένο το φυτίλι και τη φλόγα χαμηλωμένη για να μην καίει πολύ πετρέλαιο, αλλά και διότι υπήρχε ο κίνδυνος με την αύξηση της φλόγας να σπάσει το λαμπόγυαλο από την υψηλή θερμοκρασία.

Η λάμπα αυτή, αν και δεν εξασφάλιζε επαρκή φωτισμό στο εσωτερικό του σπιτιού, κατείχε ωστόσο εξέχουσα θέση στον παραδοσιακό υλικό και πνευματικό βίο του τόπου.

Στο ασθενικό φως της λάμπας, ειπώθηκαν χιλιάδες ιστορίες και πάμπολλα παραμύθια στα παιδιά! Συντροφιά μ’ αυτήν την λάμπα γίνονταν τ’ ατέλειωτα νυχτέρια! 

Στο φως της κεντήθηκαν, πλέχτηκαν, γνέθηκαν και δημιουργήθηκαν οι προίκες των κοριτσιών! 

Κάτω από το λιγοστό φως της έγραψαν, διάβαζαν, μελέτησαν και μορφώθηκαν γενεές επί γενεών!

Πόσες φορές κάτω από το φτωχό φως της λάμπας πετρελαίου δεν γεννήθηκαν σκέψεις, που φώτισαν σαν ήλιοι, και πόσες φορές κάτω από το πλούσιο φως ενός ήλιου δεν γεννήθηκαν σκέψεις που φώτισαν σαν το φτωχό φως της λάμπας!

Πόσα όνειρα, και προσδοκίες δεν σμιλεύτηκαν στο τρεμουλιαστό φως της λάμπας, και πόσες ματαιώσεις δεν αναπλαισιώθηκαν διατηρώντας την ελπίδα!

Κάθε ικμάδα της συνείδησης σκιαμαχούσε στην απέραντη, αχανή κι ανεξερεύνητη νυχτερινή επικράτεια!

Κι εμείς τα παιδιά τότε, ως ηττημένοι νικητές, πέφταμε πρώτα για ύπνο κι ώσπου να πέσουν κι οι μεγάλοι, τα μάτια μας κυνηγούσαν τις σκιές που γένναγε το φως της λάμπας πάνω στους τοίχους και στο ταβάνι... Και με την αίσθηση της μυρωδιάς του πετρελαίου... γέρναμε στην αγκαλιά του Μορφέα και μας έπαιρνε γλυκά- γλυκά ο ύπνος, μέχρι να μας εύρη το γλυκοχάραμα του ήλιου. 



Η ένδυση. Ανάγνωση σε παλιές φωτογραφίες

Οι παλιές ασπρόμαυρες φωτογραφίες αποτελούν σπουδαία ιστορικά τεκμήρια που άλλοτε συμπληρώνουν προφορικές μαρτυρίες, άλλοτε αποτελούν πηγή ανακάλυψης και άλλοτε απλά προκαλούν συγκίνηση. Η αξία λοιπόν της παλιάς φωτογραφίας απέναντι στη λήθη είναι ανεκτίμητη.

Εστιάζοντας σε δυο παλιές φωτογραφίες του τόπου μας, με χρονολογική διαφορά μιας τετραετίας μπορούμε να κάνουμε μια ενδιαφέρουσα ανάγνωση.

Οι φωτογραφίες είναι τραβηγμένες στη σκοτεινή εποχή του τόπου μας, το 1954 η μία και το1958 η άλλη. Ήταν η εποχή που ο Εμφύλιος, η φτώχεια και οι δύσκολες συνθήκες ζωής στην ύπαιθρο είχαν εξαντλήσει όλο το απόθεμα της υπομονής, της καρτερικότητας και της ικμάδας των ανθρώπων.

Αυτή την εποχή, οι Έλληνες στις επαρχιακές πόλεις και τα χωριά, μοιάζουν να ζουν σε άλλον αιώνα με σχεδόν πρωτόγονες συνθήκες. Ο κόσμος κυνηγά το καινούργιο θέλοντας να αφήσει πίσω του κάθε τι, που θύμιζε τον πόλεμο και τον σπαραγμό που προηγήθηκε.

Στην πρώτη φωτογραφία το ζευγάρι του Βαλτινού, ο Στέργιος και η Στυλιανή, απαθανατίζονται λίγο μετά την τέλεση του γάμου τους, ενώ στη δεύτερη, η σκηνογραφία μαρτυρεί το αβγάτισμα της οικογένειας, με την απόκτηση του γιού τους, Σωτήρη.

Χαρακτηριστικά στοιχεία της εμφάνισης η ένδυση της εποχής. Οι ελληνικές παραδοσιακές ενδυμασίες, όπως και κάθε άλλη μορφή ενδυμασίας του παρελθόντος, αποτελούν ένα σημαντικό στοιχείο της πολιτισμικής κληρονομιάς.

Από την ένδυση, την υπόδηση, το κόσμημα, το κέντημα και άλλα αξεσουάρ, αποκαλύπτεται η οργάνωση και ο πολιτισμός ενός ολόκληρου λαού.

Η φορεσιά καθ’ αυτή κάθε τόπου εκπέμπει το μήνυμα με τα χαρακτηριστικά του τόπου: εάν αυτός που την φοράει είναι πεδινός, ορεινός, εάν είναι κτηνοτρόφος, γεωργός, έμπορας, πλούσιος ή φτωχός.

Οι γυναίκες από την ένδυση εκπέμπουν το μήνυμα: εάν είναι ελεύθερες, αρραβωνιασμένες, παντρεμένες, χήρες, πλούσιες ή φτωχές, ακόμη από ποια περιοχή και ποιο χωριό κατάγονται και ποια η θέση τους στην τοπική κοινωνία.

Πέρα από την καλλιτεχνική και λαογραφική της αξία, η ένδυση συγχρόνως φανερώνει πολλά για την ιστορία, την κοινωνία και τον πολιτισμό της εποχής.

Γι’ αυτό η λέξη «ένδυση» στα αρχαία ελληνικά είναι συνώνυμη της λέξης «κατάδυσις», γιατί δύει (βουτάει,) διεισδύει στα ενδότερα της ψυχής και του χαρακτήρα αυτού που τη φοράει και του τόπου που κατοικεί.



«Η Μέτζινα» 

Τέτοια δύστροπη και τσιγκούνα γυναίκα σαν την Λενιώ τη Μέτζινα δεν υπήρχε στο χωριό. Μ’ όλο τον κόσμο τα ’βαζε. Ακόμη και με μας τα μικρά παιδιά, που παίζαμε στην αλάνα πίσω από το σπίτι της. Μας πέταγε από την κουζίνα της βρομόνερα κι όταν εμείς τη φωνάζαμε, «Ε! Μέτζινα, σιγά με τα βρομόνερά σου, μας έκανες χάλια», που το ’βρισκε τέτοιο κουράγιο, γριά γυναίκα και μας κυνηγούσε με τη βέργα, μέχρι πέρα στην εκκλησία.

Δεν άφηνε άνθρωπο για άνθρωπο που να μην πει για αυτόν κακιά κουβέντα. Ακόμη και στην εκκλησία που πήγαινε, πήγαινε για να ’χει ύστερα να λέει για τον έναν και για τον άλλον. Μονάχα ο Σιώκας της την έφερε μια φορά για τα καλά. Μια Κυριακή, δηλαδή, την ώρα που απολούσε η εκκλησία, την πλησίασε για να την πειράξει και της είπε:

-Μπράβο χουβαρνταλίκι Λενιώ, σήμερα είδα έριξες εικοσάρικο στο παγκάρι!

ο Σιώκας, που ήταν «μάρκα μ’ έκαψες», ήξερε την τσιγκουνιά της Μέτζινας, πάνω από δεκάρα δεν έριχνε ποτέ στο παγκάρι, αλλά έκανε τον κουτό και συνέχισε το παραμύθι.

-Αλλά τι το θες, πάει τσάμπα…, χαράμι το τάμα… Της είπε δηλαδή, δήθεν, πως όταν ο επίτροπος είδε το εικοσάρικο της Μέτζινας στο παγκάρι, το παραμέρισε και το έβαλε στην τσέπη του.

-Ακούς εκεί, τον κερατά να το τσεπώσει; είπε ο Σιώκας απορώντας τάχα, με σοβαροφανές ύφος.

Το ’πιασε κατευθείαν το υπονοούμενο η Μέτζινα κι έμεινε σύξυλη. Να πάθει αυτή τέτοιο χνέρι…; Άλλο που δεν ήθελε... και σα να πίστεψε προς στιγμήν, ότι η ίδια είχε ρίξει εικοσάρικο στο παγκάρι, μια κι δυο, πάει κατευθείαν στο επιτροπικό και άρχισε να φωνάζει τον επίτροπο.

-Δως μου  το εικοσάρικο πίσω βρε κλέφτη, δεν ντρέπεσαι να κάνεις τέτοια μασκαριλίκια στην εκκλησία... Ο άνθρωπος τα ’χασε και της λέει:

-Ποιο εικοσάρικο χριστιανή μου, τι μου λες τώρα;

Η Μέτζινα που είχε αναψοκοκκινίσει κινήθηκε επιθετικά προς τον επίτροπο φωνάζοντάς του:

-Δως μου πίσω το εικοσάρικο τώρα, μη σου ξεριζώσω τα μαλλιά τρίχα, τρίχα…

Είδανε και πάθαινε, ο παπάς και οι άλλοι επίτροποι, να τον γλιτώσουν από τα χέρια της, τον φουκαρά τον επίτροπο, καθώς τον είχε αρπάξει από τον γιακά και ήταν κολλημένη επάνω του σαν βδέλα, έτοιμη να τον κατασπαράξει.

Είπαν αμάν ζαμάν μέχρι να τον βγάλουν απ’ τα χέρια της και μέχρι να λύσουν την παρεξήγηση…


 Η ανυπεράσπιστη Σταμούλω  - Διήγημα 

Μία καλοκαιριάτικη νύχτα, Αύγουστος μήνας ήταν, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, κι οι κάτοικοι του Βαλτινού αποσταμένοι από τις δουλειές τους είχαν πλαγιάσει νωρίς όξω στις ρούγες τους, για να ξαποστάσουν, ώστε το πρωί με την αυγούλα να βρίσκονται στα χωράφια τους. Το φεγγάρι, που τους φώτιζε γλυκά κι απαλά με τις αργυρόξανθες ακτίνες του, τώρα είχε γείρει πια πίσω από τις βουνοκορφές του Κόζιακα.

Ξάφνου ακούστηκε να χτυπάει η καμπάνα του χωριού ασταμάτητα, νταν, νταν, νταν! Ο ήχος της, που έβγαινε από το μπρούτζινο και θεόρατο στόμα της, απλώνονταν ανατριχιαστικά στη νεκρική σιγαλιά της νύχτας κι έφτανε ως πέρα στα άλλα καμποχώρια.

Σε λίγο σταμάτησε η καμπάνα κι ακούστηκε μία δυνατή φωνή που ’λεγε και ξανάλεγε:

- Xωριανοί – Ε, χωριανοί… φωτιά στο σπίτι της Σταμούλως!

Οι άνθρωποι που βρισκόταν στον πρώτο τους ύπνο ξύπνησαν, άρχισαν ν' αναδεύονται, να τρίβουν τα μάτια τους και ν’ αφουγκράζονται τα λόγια του βραδινού ντελάλη.

Αλαφιασμένοι τώρα πετάχτηκαν επάνω κι έτρεξαν προς το σπίτι της Σταμούλως.

Οι δρόμοι γέμισαν από άντρες, γυναίκες και παιδιά. Τα σκυλιά αναστατώθηκαν κι εκείνα, με τις φωνές, τα χτυπήματα και τον θόρυβο των ανθρώπων. Γαυγίσματα από δω, γαυγίσματα από ’κει, ουρλιάσματα από δεξιά, ξεφωνητά απ’ αριστερά... Σε λίγα λεπτά της ώρας οι χωριανοί βρέθηκαν κιόλας στον τόπο της φωτιάς.

Τι να ιδούν; Το σπίτι της Σταμούλως ήταν παραδομένο στους καπνούς και στις φλόγες! Αλλά κι αυτή, με καμένα χέρια, πόδια και πρόσωπο και σε κατάσταση λιποθυμίας, ξαπλωμένη στη ρούγα της, ενώ οι χωριανοί μάταια προσπαθούσαν να περισώσουν κάτι από το νοικοκυριό της.

Η φωτιά είχε τώρα πια φουντώσει. Οι φιδόγλωσσες φλόγες έγλυφαν λαίμαργα τα παραθυρόφυλλα, τις πόρτες και προχωρούσαν προς τη στέγη.

Με το ελαφροφύσημα του αγέρα, οι φλόγες όλο και μεγάλωναν και σαν αχόρταγες κι αδηφάγες, έδειχναν ότι βιάζονται να συμπληρώσουν το καταστροφικό τους έργο.  Κι αλήθεια! Ζωντάνεψαν πιο πολύ, μεγάλωσαν, φούντωσαν και έκαψαν κι αφάνισαν κάθε τι που βρήκαν μπροστά τους. Κι έτσι σε λίγο, από το σπίτι της Σταμούλως δεν έμεινε τίποτε άλλο, παρά ένας σωρός από κάρβουνα και στάχτη.

Εκείνο που κατάφεραν οι κάτοικοι, ήταν να περιορίσουν τη φωτιά και να γλυτώσουν τα διπλανά σπίτια, που συνόρευαν με το σπίτι της Σταμούλως.

Όταν επέστρεφαν στα σπίτια τους μικροί και μεγάλοι, παρέες - παρέες κρυφοκουβέντιαζαν, σχολίαζαν κι έλεγαν:

- Αμ τι νόμιζε η Σταμούλω, μόνο δαίμονες υπάρχουν,… υπάρχει και Θεός που τα βλέπει όλα και τιμωρεί!...

- Μωρέ,... έλεγε ο άλλος, ο Θεός αργεί, αλλά δεν λησμονεί, λέει η παροιμία του κόσμου.

- Έτσι είναι ρε παιδιά. Όποιος ανακατεύεται με δαίμονες και σατανάδες, τι καλό περιμένεις να έχει!... Με τους σατανάδες ανακατώνονταν η Σταμούλω, σατανάδες την κατέστρεψαν. Αμ δεν έχουν φίλους οι σατανάδες!...

Η φτωχή Σταμούλω, βιοπορίζονταν μαζεύοντας φουκάλια από την περιφέρεια και έφτιαχνε σκούπες που τις πουλούσε στο παζάρι. Ήταν ψηλή, λιγνή, στεγνή και κοκαλιάρα, με ζαρωμένο πρόσωπο και χιλιοζαρωμένα χέρια. Κι όπως ήταν μαυριδερή  στο πρόσωπο «μαυροσκιά» και «φάτσα του διαβόλου» την έλεγαν στο χωριό.

Από πολύ μικρή ηλικία είχε ορφανέψει από πατέρα και μάνα και η ζωή της ήταν ένα μαρτύριο. Παντρεύτηκε με τον Γύφτο τον Λιακαβάκη κι έμεινε χήρα, εδώ και χρόνια, καθώς ο άντρας της σκοτώθηκε στον πόλεμο. Ο μονάκριβος γιος της δεν ήταν στα συγκαλά του. Τον είχαν πάει στον Άη Νικόλα, στο Μπαρμπόπι να γίνει καλά, αλλά μάταια, πέθανε κι αυτός μέσα στο κελί κι απόμεινε παντέρημη και δύστυχη η Σταμούλω.

Στο χωριό έλεγαν πως ήταν δαιμονισμένη γιατί πίστευαν πως ευθύνεται για τον θάνατο των τριών συγγενών της, πατέρα, άντρα και γιό!

Πολλοί της έριχναν ευθύνες για την θανατική αύρα που εξέπεμπε. Άλλοι την θεωρούσαν μάγισσα, που ’κανε νιους και νιες να πεθάνουνε πάνω στο ανθοβόλημα της νιότης τους. Οι γυναίκες και τα κορίτσια την έτρεμαν και την φοβόντουσαν. Τα λιανοπαίδια, που έπαιζαν στις γειτονιές, όταν την έβλεπαν, σταματούσαν τα παιχνίδια και τα ξεφωνητά τους και κρύβονταν πίσω από τους φράχτες και τους τοίχους για να αποφύγουν το βλέμμα της. Η Σταμούλω το καταλάβαινε αυτό, σταματούσε για λίγο, κάτι μουρμούριζε κι έπειτα αφήνοντας ένα βόγγο, έπαιρνε τα μάτια της και τήραγε μπροστά στο δρόμο της. Κάποιες φορές, συλλογιζόμενη, ένοιωθε τόσο ανυπεράσπιστη κι αναρωτιόταν: Ποιος άραγε θα κατάφερνε να ορθώσει ανάστημα απέναντι στις δυνάμεις της κόλασης, αλλά και στους δαίμονες που κάθονται στο θρόνο της ανθρώπινης ψυχής;

Πέρασαν μήνες κι ύστερα από την καταστροφή του νοικοκυριού της, η Σταμούλω πέθανε. Πέθανε αφού τρεις ολόκληρους μήνες βασανίστηκε στην ψάθα από τα καψίματα της φωτιάς και τ’ άδικο του κόσμου.

Όταν ο παπάς και πέντε-έξι πήγαιναν να την θάψουν, πολλοί ήταν εκείνοι που σταυροκοπιούνταν και παρακαλούσαν το Θεό να μείνει άλιωτη και να βρικολακιάσει.

Λένε πως όντως βρικολάκιασε! Λένε επίσης πως την έβγαλαν άλιωτη στα οκτώ χρόνια! 

Ποιος ξέρει;

Ένα μονάχα ξέρουν στο χωριό, ότι η Σταμούλω ήταν μία μάγισσα που σώρευσε συμφορές και δυστυχία στο χωριό.



Ο τραγικός έρωτας του επιστάτη και της αρχοντοπούλας

Διήγημα του Δημήτρη Τσιγάρα

Στα πρώτα χρόνια της προσάρτησης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα, ένα μεγάλο μέρος της θεσσαλικής γης είχε ήδη περάσει από τους Οθωμανούς σε ελληνικά χέρια. Πολλοί Τούρκοι ιδιοκτήτες, αν και γνώριζαν ότι η συνθήκη του Βερολίνου προέβλεπε την πλήρη προστασία του γαιοκτητικού συστήματος, είχαν φροντίσει να πουλήσουν τα τσιφλίκια τους, όσο όσο, σε πλούσιους Έλληνες της διασποράς και να μεταναστεύσουν. Οι Έλληνες κεφαλαιούχοι που ζούσαν σε μεγάλες πόλεις της Ευρώπης και της Αιγύπτου, όπου είχαν τις έδρες των επιχειρήσεών τους, άδραξαν την ευκαιρία και αγόρασαν εύφορες γέες, σε τιμή ευκαιρίας. Μαζί με τα τσιφλίκια «αγόραζαν» και τους κολίγους, καθώς και τους επιστάτες με τους άλλους υποτακτικούς των Μπέηδων.

Ο Στέφανος Κασιμής, ένας από τους ισχυρότερους κεφαλαιούχους της περιοχής των Τρικάλων, ήταν γόνος της επιφανέστατης οικογένειας του άρχοντα «Κυρίου» Κωνσταντίνου Κασιμή, που δραστηριοποιούνταν επιχειρηματικά στην Κωνσταντινούπολη. Είχε έρθει στα Τρίκαλα επί τουρκοκρατίας και είχε επιφανή θέση, καθώς για πολλά χρόνια ήταν δικαστής (αζάς) στο εμποροδικείο Τρικάλων. Είχε τιμηθεί δε, από τον Βασιλιά της Ελλάδας, με τον σταυρό του «Σωτήρος».

Παντρεύτηκε με μια αρχοντοπούλα, την Καλλιόπη από το Φανάρι της Κωνσταντινούπολης και έκαναν δύο παιδιά, τον Βασίλη και την Ευτέρπη. Το αρχοντικό της οικογένειας βρίσκονταν στη συνοικία Βαρούσι της πόλης των Τρικάλων.

Ο Άρχοντας Στέφανος Κασιμής λοιπόν, αγόρασε το τσιφλίκι της περιοχής του Βαλτινού και τεσσάρων παρακείμενων χωριών. Στην κτηματική του περιφέρεια εκτός από την σιτοκαλλιέργεια και την κτηνοτροφία, εκμεταλλεύονταν δασικές εκτάσεις, λιβάδια και υδάτινους πόρους. Με την συνδιαχείριση του γιού του Βασίλη, ενός φερέλπιδος νέου, με όραμα και ενεργητικότητα, οι προοπτικές που ανοίγονταν μπροστά τους ήταν ευοίωνες.  

Το τσιφλίκι εκτείνονταν σε μια περιοχή με ειδυλλιακή ομορφιά, πλούσια βλάστηση και γόνιμο έδαφος, που ποτίζονταν και καλλιεργούνταν με τον ιδρώτα και το αίμα των κολίγων. Το πρωί με την ανατολή του ήλιου ανθοβολούσε μια φύση ευδαίμων, που έδινε την αίσθηση της ελπίδας και της αισιοδοξίας. Κι όταν ο ήλιος έδυε πίσω από τον Κόζιακα παρουσίαζε τέτοιες συνθέσεις και αποχρώσεις, που έδινε την αίσθηση μιας γλυκιάς μελαγχολίας. Όμως τίποτα δεν μπορούσε να φωτίσει το χάος της ανθρώπινης ψυχής, που είναι γεμάτο από σύννεφα, τα οποία αλλάζουν σχήματα και μορφές, ανάλογα με τον άνεμο που φυσά.

Ο επιστάτης Θοδωρής Γκρέκας ήταν ένας από τους πιο καλούς και έμπιστους επιστάτες που εργάζονταν στο τσιφλίκι, του Βαλτινού. Έχαιρε την εκτίμηση και την συμπάθεια  της αρχοντικής οικογένειας. Όμως η μοίρα τον είχε σημαδέψει κατάστηθα, όταν πριν από κάμποσο καιρό η γυναίκα του Ελένη είχε πεθάνει πάνω στη γέννα του παιδιού τους. Ευτυχώς όμως το παιδί έζησε και μεγάλωνε τώρα με τη γιαγιά του τη Στεγιάνω.

Ο Θοδωρής ήταν ένας ψηλός, έξυπνος, δυνατός και γοητευτικός άντρας με ξανθά μακριά μαλλιά και γυμνασμένο κορμί. Συνήθως οπλοφορούσε για λόγους ασφαλείας. Καβάλα στο φαρί του, επόπτευε και επιστατούσε το τσιφλίκι, των τεσσάρων χωριών του κάμπου, προσπαθώντας να κάνει την δουλειά του έντιμα και όσο καλύτερα μπορούσε. Ήταν υπεύθυνος στον έλεγχο της παραγωγής και συμμετείχε στην επιτροπή διαφορών, μεταξύ των κολίγων και της διοίκησης του τσιφλικιού. Ήταν συγκαταβατικός με τους κολίγους και προσπαθούσε να λύνει τις διαφορές πριν να φτάνουν στον ειρηνοδίκη του Βαλτινού. Πολλές φορές συνόδευε τον άρχοντα Κασιμή στα κτήματά του και εξυπηρετούσε τις διάφορες ανάγκες της αρχοντικής οικογένειας, η οποία διέθετε και δύο εξοχικές κατοικίες, μία στην Τύρνα και μία στο Βαλτινό. Άλλες φορές συνόδευε τα παιδιά του, Βασίλη και Ευτέρπη στις εξορμήσεις τους, πότε στο κυνήγι μέσα στη δασώδη περιοχή του λόγκου και πότε στις θερινές διακοπές τους, στην ορεινή Τύρνα. Αυτή η συχνή επαφή, έφερε πιο κοντά τον Θοδωρή με την Ευτέρπη και χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν μπλεγμένοι στα δίχτυα του έρωτα.

Η θυγατέρα του άρχοντα Κασιμή, η Ευτέρπη ήταν μια πανέμορφη γυναίκα, που έκανε πολλές καρδιές να σκιρτούν στην περιοχή των Τρικάλων. Είχε μια ομορφιά σαν αυτές, που δεν ξέρεις αν είναι ευλογία ή κατάρα! Άρεζε και γοήτευε πολλά αρχοντόπουλα, και πολλοί ήταν εκείνοι που έλεγαν πως, αν ζούσε ο Πραξιτέλης ή ο Φειδίας, η Ευτέρπη θα τους χρησίμευε ως πρότυπο γυναίκας για να ποζάρει, ώστε να φιλοτεχνήσουν μια Αφροδίτη. Η καρδιά της όμως ήταν δοσμένη στον επιστάτη του τσιφλικιού, τον Θοδωρή, με τον οποίο είχε συνάψει κρυφά σχέση. Ο Θοδωρής, αν και γνώριζε την δυσχερή θέση του, δεν έλεγε να κάνει πίσω. Την λάτρευε την Ευτέρπη και την αγαπούσε παράφορα. Όμως ο έρωτάς τους έπρεπε να μείνει κρυφός προς το παρόν, γιατί ο πατέρας της, για κανένα λόγο δεν θα της έδινε σ’ έναν φτωχό επιστάτη. Ήθελε ο γαμπρός που θα έκανε, να είναι όχι μόνο πλούσιος, αλλά κι από μεγάλο «τζάκι». Κι ο Θοδωρής που το ήξερε αυτό, δεν τολμούσε να πάει να τη ζητήσει.

«Αν σε παντρέψουν με άλλον θα τρελαθώ, γιατί χωρίς εσένα η ζωή μου δεν έχει νόημα, θα είναι άχρηστη πια. Ορκίσου πως ό,τι και να γίνει θα είμαστε για πάντα μαζί», της έλεγε στις σύντομες και κρυφές  συναντήσεις τους, στο δάσος του λόγκου.

Η Ευτέρπη τον αγκάλιαζε ευτυχισμένη και τον διαβεβαίωνε κι αυτή για τον έρωτά της. «Όλα θα πάνε καλά. Να εδώ, σ’ αυτό το εκκλησάκι της Παναγίας θα παντρευτούμε» του έλεγε. «Μη φοβάσαι για μένα, η αγάπη μου δεν έχει όρια. Ούτε ο θάνατος δεν θα μπορέσει να μας χωρίσει εμάς τους δύο. Κι αν ακόμα με εγκαταλείψεις εσύ, τίποτε δεν θα αλλάξει σε μένα. Η καρδιά μου θα είναι για πάντα δική σου».

«Να σε εγκαταλείψω εγώ; Καλύτερα να πεθάνω χίλιες φορές, παρά να σκεφτώ άλλη γυναίκα», της έλεγε ο Θοδωρής και της έπιανε με θέρμη τα χέρια και την φιλούσε.

Έλεγε τα λόγια ετούτα ο Θοδωρής και τα πίστευε με όλη του την ψυχή! Όμως φαίνεται πως άλλα όνειρα πλάθουν οι άνθρωποι κι άλλα τους προετοιμάζει η μοίρα…

Ο άρχοντας Στέφανος Κασιμής φαίνεται πως κάτι υποψιάστηκε για την σχέση των δύο νέων και όταν το επιβεβαίωσε έλαβε τα μέτρα του. Έδιωξε τον Θοδωρή από το τσιφλίκι του, προφασιζόμενος δυσλειτουργίες στην επιστασία, και τον αντικατέστησε με άλλον.

Ο Θοδωρής μακριά από την αγαπημένη του και άνεργος πλέον, ήρθε σε δεινή θέση. Μια παλιά του γνωριμία όμως, με τον Λεσκάν, τον διευθυντή, της γαλλικής κατασκευάστριας εταιρείας του σιδηροδρομικού δικτύου της Θεσσαλίας, τον βοήθησε να πιάσει δουλειά στο εργοτάξιο. Άρχισε να εργάζεται καθημερινά για τον θεσσαλικό σιδηρόδρομο, αλλά δεν μπορούσε πλέον να έχει επαφή με την Ευτέρπη και κόντευε να τρελαθεί. Τον έφαγαν τα νυχτερινά δρομολόγια, στα Τρίκαλα. Έκοβε βόλτες στο Βαρούσι μήπως μπορέσει  να την πλησιάσει και να την ξαναδεί, αλλά μάταια. Κάποια βράδια ξενυχτούσε κάτω από το παράθυρό της μήπως και την δει,, αλλά χαμένος κόπος.

Είχε περάσει σχεδόν ένα εξάμηνο και ο Θοδωρής δεν είχε καμιά επαφή μαζί της.

***

Ένα βράδυ ο άρχοντας Στέφανος Κασιμής κάλεσε την κόρη του και της είπε: «Μεθαύριο θα μας επισκεφθεί ο γέρο-Αναστάσης Γκαϊτατζής με τον γιό του, τον Αλέξανδρο. Μου μίλησαν σήμερα κι οι δυο. Ο Αλέξανδρος έχει σκοπό να φύγει σε λίγο για το Παρίσι. Προηγουμένως όμως θέλει να παντρευτεί και να πάρει μαζί την γυναίκα του».

Η Ευτέρπη ένοιωσε να σβήνει. Τα χείλη της έγιναν άσπρα. Βρήκε ωστόσο την δύναμη και αποκρίθηκε σιγά. «Πατέρα, αν πρόκειται να είμαι εγώ αυτή η γυναίκα, καλύτερα να μην έρθει να με ζητήσει…»

«Πώς»; έκανε θυμωμένος  ο πατέρας της. «Δεν θέλεις γι’ άντρα σου τον Αλέξανδρο; Αγνοείς ότι είναι ένα έξυπνο και καλό παιδί και ένας από τους πιο πλούσιους του τόπου μας!»

Η Ευτέρπη έσφιξε τα χείλη της. «Δεν αγνοώ τίποτε, πατέρα» είπε. «Ο Αλέξανδρος είναι πλούσιος, νέος και με μεγάλο αρχοντικό όνομα. Είναι τιμή που με γυρεύει για γυναίκα του. Μα εγώ δεν τον αγαπώ και δεν θέλω να παντρευτώ. Κι αν παντρευτώ, δεν θα ’θελα να φύγω από κοντά σας».

Ο άρχοντας Κασιμής χτύπησε τη γροθιά του σ’ ένα τραπέζι και είπε. «Αυτά είναι ανοησίες! Τι θα πει δεν θες να παντρευτείς; Αν έχεις στο μυαλό σου κάποιον άλλον να τον βγάλεις, δεν θα με ρεζιλέψεις εσύ με τα καμώματά σου! Έννοια σου, και τα ξέρω όλα από καιρό. Δεν θες να παντρευτείς, γιατί έχεις στον νου σου εκείνον τον επιστάτη, τον Θοδωρή Γκρέκα».

Η Ευτέρπη ακούμπησε σε έναν τοίχο για να μην καταρρεύσει. Την είδε ο πατέρας της σε κείνη την κατάσταση και σαν να μετάνιωσε ξαφνικά για τον απότομο τρόπο του, πήρε τα χέρια της στα δικά του και της τα χάιδεψε. «Συγχώρησέ με, παιδί μου! της είπε. Σου φέρθηκα λίγο σκληρά, χωρίς να το θέλω. Πίστευα όμως ότι θα συμφωνούσες και για αυτό έδωσα τον λόγο μου στους Γκαϊτατζαίους. Αφού όμως δεν θες τον Αλέξανδρο για άντρας σου, δεν πειράζει, θα του μηνύσω πως δεν γίνεται τίποτε».

Η Ευτέρπη έπεσε στην αγκαλιά του πατέρα της κλαίγοντας. «Άσε με λίγο να το σκεφτώ πατέρα και τα λέμε αύριο», είπε.

Όλο το βράδυ η Ευτέρπη πάλευε με τις σκέψεις και τα συναισθήματά της, αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στα «θέλω» και στα «πρέπει», ανάμεσα στον έρωτα και στις ενοχές προς την οικογένειάς της. Έφερνε στο μυαλό της τις στιγμές με τον Θοδωρή και συλλογίζονταν, πως είναι πολύ σημαντικό να γνωρίζει κανείς καλά τον εαυτό του, τα συναισθήματά του, τις αξίες και τα όριά του… Τα ζύγισε όλα μέσα της και την επόμενη μέρα με βαριά καρδιά πήρε την μεγάλη απόφαση.

«Πατέρα δεν αγαπώ τον Αλέξανδρο, μα θα τον αγαπήσω. Όλες οι πληγές κλείνουν με τον καιρό. Κι η δική μου πληγή κάποτε θα κλείσει…»

***

Το άγγελμα των αρραβώνων του Αλέξανδρου Γκαϊτατζή και της Ευτέρπης Κασιμή χαροποίησε τους Τρικαλινούς που εκτιμούσαν πραγματικά και τις δύο αρχοντικές οικογένειες.

Θα είχε περάσει μια βδομάδα περίπου από το «ευτυχές γεγονός», όταν ο Θοδωρής φάνηκε ένα απόγευμα στα Τρίκαλα. Καβάλα στο άλογό του, σκεφτικός, μελαγχολικός, με απλανές βλέμμα, σιγοτραγουδώντας ένα παλιό λυπητερό τραγούδι:

«Ο νους μου απόψε τριγυρίζει στα περασμένα, στα παλιά

πουλί, που μήτε πια γνωρίζει την γκρεμισμένη του φωλιά,

και που δεν βρίσκει, μες στην τόση γύρω τριγύρω, συμφορά,

μήτε κλαδάκι, να διπλώσει τα ματωμένα του φτερά».

Κατευθύνθηκε σε έναν παραποτάμιο καφενέ, του Ληθαίου ποταμού. Κατέβηκε από το άσπρο άλογό του και μπήκε μέσα. Την ώρα εκείνη, στον καφενέ βρισκόταν και ο Αλέξανδρος Γκαϊτατζής που απολάμβανε τον ναργιλέ του και κουβέντιαζε με την συντροφιά του. Ο Θοδωρής κατευθύνθηκε αργά προς το μέρος του. Το αρχοντόπουλο δεν είχε ιδέα πως, ο ωραίος και μελαγχολικός εκείνος νέος, που μπήκε μέσα στον καφενέ, αγαπούσε πριν απ’ αυτόν την Ευτέρπη. Ασυναίσθητα γύρισε και τον κοίταξε, μα η ματιά που του έριξε στάθηκε μοιραία. Ο Θοδωρής τράβηξε την πιστόλα του, σημάδεψε το μέτωπο του αρχοντόπουλου και πυροβόλησε. Έστρεψε ύστερα το όπλο του στον κρόταφό του και ξανά πυροβόλησε. Δυο πυροβολισμοί ακούστηκαν στον καφενέ και δυο κορμιά σωριάστηκαν κατάχαμα βουτηγμένα στο αίμα.

Αναστατώθηκε το καφενείο κι οι θαμώνες έτρεξαν να σηκώσουν τους δύο χτυπημένους. Μα ήταν πλέον αργά. Ο επιστάτης Θοδωρής Γκρέκας και το αρχοντόπουλο Αλέξανδρος Γκαϊτατζής, είχαν αφήσει την τελευταία τους πνοή στο δάπεδο του καφενείου.

***

Η τρομερή είδηση έφτασε γρήγορα στ’ αυτιά της Ευτέρπης. Η τραγική γυναίκα έβγαλε μια κραυγή και σωριάστηκε στο πάτωμα.

Περισσότερο από μήνα πάλεψε ανάμεσα στη ζωή και στον θάνατο. Όπως φάνηκε όμως είχε πάρει πια την δεύτερη τραγική απόφασή της.

Και μια νύχτα στο εξοχικό σπίτι στο Βαλτινό, ξεφεύγοντας την προσοχή του πατέρα της, η Ευτέρπη έπεσε στη μεγάλη στέρνα της αυλής και πνίγηκε…

 

«Σκυμμένες ευλαβητικές, την άκρη του γκρεμού

παίρνουν οι κλαίουσες ιτιές στου φεγγαριού την πάχνη,

φορούν το μαύρο φόρεμα του μαύρου λογισμού,

που λίγο λίγο το ύφανε η πεπρωμένη αράχνη».

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου