Παρασκευή 13 Ιουνίου 2025

Το τελευταίο παραμύθι

 

Το φως του πρωινού ήταν θολό εκείνη τη μέρα. Όχι από τον καιρό, μα από κάτι πιο λεπτό, πιο άυλο — σαν να γνώριζε ήδη η μέρα το βάρος που θα κουβαλούσε. Η μητέρα δεν σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. «Ζαλίζομαι», είπε, και η φωνή της έμοιαζε μ’ εκείνες τις τελευταίες σελίδες ενός βιβλίου που δεν θες να τελειώσει, αλλά καταλαβαίνεις πως πλησιάζει στο τέλος του.

Τέσσερα χρόνια είχε πιασμένο το βλέμμα της στα σύννεφα της λήθης. Από τότε που έφυγε ο πατέρας — ο Αντώνης της — κάτι μέσα της έσπασε ήσυχα, χωρίς φωνή. Μόνο η απουσία του ήταν εκεί, καθαρή, σαν φρέσκος πάγος πάνω στην καρδιά της. Η άνοια δεν την άλλαξε αμέσως· την πήρε κομμάτι-κομμάτι, σαν παιδί που μαδάει ένα λουλούδι, ένα πέταλο τη φορά.

Την πήγαμε στο Νοσοκομείο. Τρεις μέρες την κράτησαν. Την τελευταία νύχτα, έμεινα κοντά της. Το φως χαμήλωνε στις γρίλιες του θαλάμου, τα μηχανήματα αναστέναζαν ρυθμικά, και η μητέρα — ανήσυχη, μισή εδώ και μισή αλλού — ζητούσε διαρκώς να πάει στην τουαλέτα. Ήξερα πως της είχαν βάλει καθετήρα, αλλά το αίτημα ερχόταν ξανά και ξανά, σαν ανάμνηση από ένα σώμα που ακόμα ήθελε να νιώσει πως υπήρχε.